Αυτό που περισσότερο χρειάζεται σήμερα η κοινωνία μας είναι ένας άλλος λόγος. Λόγος που να ανοίγει κλειδωμένες πόρτες, που να μη φοβάται τις ρωγμές. Ενας λόγος ποιητικός, που να βρίσκεται από την άλλη πλευρά του τετριμμένου, του αυτονόητου, του επαναλαμβανόμενου, μέχρι τελικής απομύζησης κάθε νοήματος.
Ποιητικός λόγος με τη μνήμη της καταγωγής του, από το ποιώ, δημιουργώ, δίνω δηλαδή μορφή με τα ίδια μου τα χέρια στα αισθήματα, στα γεγονότα, στους ανθρώπους. Ποιητική, δηλαδή ποϊετίκ, όπως την ονομάζει ο Βαλερί.
Μπορεί ο λόγος αυτός να έχει γεννηθεί ως χειροπράκτης, αλλά φτάνει να υψώνει με τις λέξεις του μνημεία αχειροποίητα, που κανένα άλλο μνημείο δεν μπορεί να τα ανταγωνιστεί.
Ο λόγος αυτός έχει πάντα σάρκα και οστά, καθώς γεννιέται ανάμεσα στις τσουκνίδες και τις λάσπες, τα έλη και τις βουνοκορφές. Πατά με τα μολυβένια πόδια του τη γη, όπως λέει ο Λόρκα, για να μπορέσει να πλησιάσει τα σύννεφα που φορούν (φούστες και) παντελόνια, όπως κραυγάζει ο Μαγιακόφσκι, για να τα τρυπήσει και να αποδράσει στον ουρανό.
Είναι ένας λόγος πολύ συγκεκριμένος και πρακτικός. Ενας λόγος που βλέπει μακριά, ένας λόγος προφητικός που μπορεί να καταλάβει έναν άλλο πρακτικόμορφο λόγο. Τα πραγματικά λόγια, όπως και τα ποιητικά, συγκινούν αυτούς που θέλουν να τα ακούσουν. Γιατί
μας λέει ο ποιητής του «Ερωτόκριτου». Δεν φοβάται το κλάμα ο λόγος ο ποιητικός. Γιατί ακόμα και όταν μιλά για τον κατακερματισμό, μιας ψυχής, μιας χώρας, είναι ενοποιητικός. Οταν ο Γκίνσμπεργκ μιλά για την ερειπωμένη μάνα του, τη Ναόμι, την κάνει να ξαναγεννιέται μέσα στο μεγαλείο της απώλειας.όποιος κατέχει και μιλεί και γνώρισε τον τρόπο
κάνει και κλαίσι και γελού τα μάθκια των ανθρώπω
Οταν ο Σικελιανός εκφωνεί το ποίημά του με τους πρώτους στίχους «Ηχήστε οι σάλπιγγες» και το φινάλε: «οι σημαίες οι φοβερές στης λευτεριάς ξεδιπλωθείτε τον αέρα» στην ταφή του Παλαμά, ξεσηκώνει ένα λαό που ξεσπά σε συλλαλητήριο επί Κατοχής.
Τον Σικελιανό τον συλλαμβάνουν οι Ιταλοί μαζί με πολλούς άλλους και τον ρωτούν στην ανάκριση: -Ονομα; Αγγελος, -Επίθετο; Σικελιανός. -Επάγγελμα; Ποιητής. Ο Ιταλός ανακριτής σαρκάζει: Και είστε πολλοί τέτοιοι; Καμιά εκατοστή χιλιάδες, απαντά ο Αγγελος. Οσοι ήταν στη διαδήλωση, εννοεί.
Μια εξέγερση μπορεί να έχει ή να είναι ποίηση. Το ποιείν υπάρχει μέσα και έξω από την ποίηση. Σε μια χειρονομία, σε έναν αγώνα, σε έναν έρωτα. Γιατί η ποίηση, με την έννοια της δημιουργίας, μπορεί να ενώνει εποχές, πρόσωπα, αγώνες.
Ο πρόλογος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, του «εθνικού» πλην απαγορευμένου από τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια του σημερινού έθνους ιστορικού, έρχεται να συναντήσει τον λόγο του Καβάφη και τον λόγο του Αρη Βελουχιώτη στη Λαμία.
Τρεις στιγμές που κοιτούν την πορεία στον χρόνο του ελληνικού πολιτισμού μέσα από τις ρωγμές της, χωρίς τα παραμορφωτικά κιάλια μιας μονόδρομης αντίληψης της Ιστορίας, της ζωής, του έρωτα.
Γιατί η ποίηση, η επώδυνη αυτή ενοποιούσα αρχή, ξυπνά τις συνάψεις του εγκεφάλου στον χώρο και τον χρόνο και κάνει πιθανή την αναπάντεχη συνάντηση για την οποία είχε μιλήσει ο Λοτρεαμόν μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου