Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Πώς να φτιάξετε ένα ντανταϊστικό ποίημα

[ ARti news/ 20.03.16 ]
 
Με αφορμή την αυριανή Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης ανατρέχουμε στα ποιήματα των ιδρυτών του Ντανταϊσμού, του καλλιτεχνικού κίνηματος αισθητικής αναρχίας που αναπτύχθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες, στη λογοτεχνία, το θέατρο και τη γραφιστική. Ο Ντανταϊσμός, αποτελούσε μεταξύ άλλων μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Το κίνημα χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης.
Στόχος ήταν η αποκαθήλωση των παραδοσιακών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αξιών, καθώς και η αμφισβήτηση των αρχών της μοντέρνας κοινωνίας. Σημαντικότεροι πρωταγωνιστές του κινήματος οι Τριστάν Τζαρά, Μαρσέλ Γιανκό, Χούγκο Μπαλ, Σοφί Τόιμπερ Αρπ και Ζαν Αρπ, Ραούλ Χάουσμαν, Αννα Χοχ, Ρίχαρντ Χόιλζενμπεκ και Κουρτ Σβίτερς. Η κοινωνία της εποχής βίωνε βαθιά τον παραλογισμό του Μεγάλου Πολέμου, με τους χιλιάδες νεκρούς και βαριά τραυματίες, τις βομβαρδισμένες πόλεις και τις γονατισμένες οικονομίες. Οι ντανταϊστές δεν έκαναν κάτι άλλο από το να χρησιμοποιήσουν στην τέχνη τους τον παραλογισμό που έβλεπαν γύρω τους, σπάζοντας τις αυστηρές φόρμες και διεκδικώντας την καλλιτεχνική απελευθέρωση. Χαρακτηριστικό του κινήματος είναι το κείμενο με τις οδηγίες του Ρουμάνου ποιητή Τριστάν Τζαρά, σχετικά με τη δημιουργία ενός ντανταϊστικού ποιήματος:

ΠΩΣ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΤΕ ΕΝΑ ΝΤΑΝΤΑΪΣΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ

Πάρτε μια εφημερίδα.
Πάρτε ένα ψαλίδι.
Διαλέξτε από την εφημερίδα ένα άρθρο στο μέγεθος του ποιήματος που θέλετε να κάνετε.
Κόψτε με το ψαλίδι το άρθρο.
Κατόπιν κόψτε προσεχτικά τις λέξεις που αποτελούν το άρθρο και βάλτε τις μέσα σε μια τσάντα.
Ταρακουνήστε μαλακά την τσάντα.
Κατόπιν αρχίστε να βγάζετε από την τσάντα τη μια λέξη μετά την άλλη.
Αντιγράψτε τις ευσυνείδητα με τη σειρά που βγήκαν από την τσάντα.
Το ποίημα θα σας μοιάζει.
Και να που γίνατε ένας άπειρα πρωτότυπος συγγραφέας με μια χαριτωμένη ευαισθησία, έστω κι αν δεν σας καταλαβαίνει το κοπάδι.

Παράδειγμα:

«Όταν τα σκυλιά διασχίζουν τον αέρα μέσα σ’ ένα διαμάντι σαν ιδέες και το συμπλήρωμα του μηνιγγιού δείχνει την ώρα του προγράμματος του ξυπνητηριού» (ο τίτλος είναι δικός μου).
οι τιμές είναι χθες κατάλληλες κατόπιν πίνακας / εκτιμούμε την εποχή του ονείρου των ματιών / πομπωδώς να απαγγέλλει τα ευαγγέλια είδος που πέφτει σε αφάνεια / ομάδα της αποθέωσης φανταστείτε είπε το μοιραίο εξουσία των χρωμάτων / γλυπτό φτερουγίζει την πραγματικότητα μια μαγεία / θεατής όλες οι προσπάθειές του όχι άλλο πια 10 με 12 / κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης ανεμοθύελλα κατέρχεται η πίεση / καταστώντας τους πολλούς μια γραμμή σάρκας πάνω σε μια τερατώδη συντριπτική σκηνή / να γιορτάσει αλλά οι 160 οπαδοί μέσα σε βήματα που τυποποιήθηκαν από την μαργαρίνη.
Το κίνημα γεννήθηκε στη Ζυρίχη στις 8 Φεβρουαρίου του 1916 και γρήγορα εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ο ντανταϊσμός πρέσβευε τον αντιμιλιταρισμό, ήταν ενάντια στον πόλεμο και τον πολιτισμό της Ευρώπης. Αντιθέτως οι Ιταλοί φουτουριστές της ίδιας περιόδου εξυμνούσαν τον τεχνολογικό πολιτισμό της Ευρώπης, είχαν εθνικιστικές τάσεις και στράφηκαν στο φασισμό. Οι δραστηριότητες των ντανταϊστών περιλάμβαναν μαζικές συγκεντρώσεις, διαμαρτυρίες, δημοσιεύσεις καλλιτεχνικών/λογοτεχνικών περιοδικών όπου η πλούσια εφευρετικότητα του χιούμορ τους κρυβόταν πίσω από όλες τις εκδηλώσεις τους – είτε στην απαγγελία ποιημάτων με λέξεις χωρίς νόημα κάτω από τον θόρυβο μηχανών, είτε σε παράλογες παραστάσεις θεάτρου, στην ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων χωρίς νόημα, ή στη δημιουργία πινάκων ζωγραφικής με ανεξέλεγκτες κινήσεις, πέρα από κάθε έλεγχο της λογικής. Επέλεγαν στην τύχη σχήματα και εικόνες, καθώς και ετερογενή υλικά (μαλλί, ξύλο, φωτογραφίες και φωτομοντάζ, χαρτί, σκουπίδια), δημιουργώντας εφήμερα έργα που συνδύαζαν τη γλυπτική με τη ζωγραφική.
«Το Νταντά είναι μια νέα τάση στην τέχνη. Αυτό μπορεί να το διακρίνει κανείς από το γεγονός ότι μέχρι τώρα κανείς δεν γνώριζε τίποτα και αύριο όλη η Ζυρίχη θα μιλά γι’αυτό. Η λέξη Νταντά προήλθε από το λεξικό. Είναι φοβερά απλό. Στα γαλλικά σημαίνει ξύλινο αλογάκι. Στα γερμανικά σημαίνει αντίο, παράτα με ήσυχο. Εις το επανιδείν! Στα ρουμάνικα: «Ναι, πράγματι, έχετε δίκιο, έτσι είναι. Μάλιστα, πράγματι, σύμφωνοι, ας το κάνουμε». Και πάει λέγοντας.Μια διεθνής λέξη. Απλά μία λέξη, και η λέξη σαν κίνηση. Πολύ εύκολο να την προσλάβεις. Τρομερότατα απλή. Το να ζητάς να φτιάξεις απ’ αυτήν μια καλλιτεχνική τάση σημαίνει ότι θες να αφαιρέσεις από αυτήν κάθε τι περίπλοκο. Νταντά ψυχολογία, Νταντά Γερμανία δυσπεπτική μες στον παροξυσμό της ομίχλης, Νταντά λογοτεχνία, Νταντά μπουρζουαζία, και εσείς, αξιότιμοι ποιητές, που όλο γράφετε με λέξεις αλλά ποτέ δεν έχετε γράψει την ίδια τη λέξη, που όλο ποιείτε γύρω από το κυρίως θέμα. Νταντά παγκόσμιος πόλεμος και κανένα τέλος, Νταντά επανάσταση και καμία αρχή, Νταντά οι φίλοι σου οι επίσης ποιητές, ευυπόληπτοι κύριοι, χειροτέχνες και ευαγγελιστές. Νταντά ο Τζαρά, Νταντά ο Χούλσενμπεκ, νταντα μ’ νταντα μχμ, νταντα ντιρα νταντα, νταντα Χου ,νταντα Τζα*», απήγγειλε ο Χούγκο Μπαλ, μεταξύ άλλων, κατά τα εγκαίνια του Cabaret Voltaire, στη Ζυρίχη, στις 14 Ιουλίου του 1916. Επρόκειτο για το πρώτο μανιφέστο του Ντανταϊσμού. Δύο χρόνια αργότερα, στις 3 Φεβρουαρίου 1818, ο Τριστάν Τζαρά, εξέδωσε το δεύτερο μανιφέστο, επαναπροσδιορίζοντας τις ασαφείς αρχές του νέου κινήματος.
«Γράφω αυτό το μανιφέστο για να δείξω ότι μπορεί κανείς να κάνει ταυτόχρονα αντίθετες ενέργειες στη διάρκεια μιας δροσερής ανάσας. Είμαι κατά των ενεργειών, και όσο για τη διαρκή αντίφαση ή την κατάφαση, δεν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά και δεν πρόκειται να εξηγήσω τί εννοώ γιατί μισώ τον κοινό νού. Είμαι κατά των συστημάτων. Το πιο αποδεκτό σύστημα είναι να μην έχεις κανένα σύστημα και καμιά αρχή».

Η μετάφραση των ποιημάτων του Τριστάν Τζαρά που ακολουθούν, υπογράφεται από τον ποιητή και ζωγράφο Νίκο Εγγονόπουλο και χρονολογείται από το 1937.

Κακόπιστοι Πόθοι Κλειδί Της Ζάλης
Η κυρία άρχισε να καλπάζει
σφυριγματιά στα σύνορα
καθαρή απλή ψυχή στενογραφημένη
συνοδεύει τις σπανιες συλλογές δολοφονιών
μ' ελεύθερη την είσοδο
κάτω απ' το τραπέζι και μες στο καρύδι
δορκάς
ας ζητήσουμε το πλεμόνι το μουσκεμένο
στη μαύρη μελάνη
ανελκυστήρ πτηνών εντόσθια πλοίων
ντοκ μπανάνες κούβα
πας
έρχεσαι
και πάντα το ευαγγέλιο ετοιμόρροπο αυτί
μα να πιστεύης στην ψυχή ταχυδρομική επιταγή
εσωτερική
στον εγκέφαλο στρατώνα των ευκίνητων ενστίχτων
να ελαττώνης συνεχώς να ελαττώνης
εξόφλησις απάντησις σ' αγαπά καλή θέλησις κτλ.
περιμένουμε κατάκοποι τη λάμψη αναμεσής στα δάχτυλα
σατανική μόλυνσις το άστρο της ζέστης των τροπικών
προσμένουν φίλους και άλλα πράμματα
τόσες αποδοκιμασίες στις γραμματικές διαθέσεις
των σαλτιμπάγκων των μπουκαλιών

Ο Κύριος ΑΑ, Αντι-Φιλόσοφος
Λοχαγέ!
οι βολίδες, οι ανοιχτές δυνάμεις του καταρράκτη μας απειλούν, η θηλειά των φειδιών, οι αλυσίδες των μαστιγίων, προχωρούν θριαμβικά μέσα στις χώρες που μόλυνε η συνεχής φρενίτις, Λοχαγέ!
όλες οι κατηγορίες των βασανισμένων ζώων, υπό μορφήν δαγκωμάτων πάνου απ' το κρεββάτι, χάσκουν σαν αιμάτινοι κύκλοι, μια βροχή πέτρινων δοντιών και τα ίχνη των ακαθαρσιών μέσα στις κλούβες μας σκεπάζουν μέσα σε παλτά ατέλειωτα σαν το χιόνι.
Λοχαγέ!
οι λάμψεις απ' τα κάρβουνα έγιναν φώκια, αστροπελέκι, έντομο κάτω απ' τα μάτια σου, οι έφιππες ομάδες των οραματιζομένων, τα τροχοφόρα τέρατα, οι φωνές των αυτομάτων υπνοβατών, τα ρευστά στομάχια πάνω στις ασημένειες πλάκες, οι ωμότητες των σαρκοβόρων λουλουδιών θα κυριέψουν την απλή κι υπαίθρια ζωή και τον κινηματογράφο του ύπνου σου
Λοχαγέ!
φυλάξου απ' τα γαλανά μάτια

Η Απηγορευμένη Φωτιά

Η νύχτα φώτιζε τη νύχτα
τη νύχτα μες στις λυκοπαγίδες της
τα κύματα ζητούν ελεημοσύνη στα πουλιά
και το νερό σβήνει μόνο του
κι έκτοτες ήταν σιωπή
που κατεβρόχθιζε τις πόλεις μακρυά απ' τους νεκρούς
σιωπηλή φύλαξ της λάμπας
ροκάνιζε τους σκόρους του φωτός
δίχως άλλη πίκρα δίχως άλλη σιωπή πάρεξ το φως
κι ένα μακρύ κρεβάτι γυναικείων μαλλιών
τα μάτια πλανώνται κιόλας η φωνή του μωρού
ούτε χαρά ούτε δάκρυ - τα νανουρισμένα νερά
κι οι αρκούδες ακόμη έχουν πόνο στη γη
κι είμαι πάντα εδώ και δεν κούνησα ποτές
από τις πλούσιες σε θηράματα αργίες μας
ούτ' ελπίς ούτε ψέμμα
ανακάλυψαν μάγια
νέα σαν τον κόσμο
δεν είναι δυνατό ν' αντιλεχθή
«Το Νταντά είναι μια πρακτική και πνευματική στάση», έλεγε ο Χάουσμαν, «μια μεταβατική κατάσταση που αντιτίθεται στον χριστιανικό και αστικό κόσμο, ξεγυμνώνοντας χωρίς οίκτο τη γελοιότητα και τον παραλογισμό του τρόπου λειτουργίας του σε πνευματικό και κοινωνικό επίπεδο». Και ο πάντοτε σαρκαστικός Φράνσις Πικάμπια, κοροϊδεύοντας την ίδια την αναζήτηση ορισμού, επαναλάμβανε σε κάποιο ντανταϊστικό μανιφέστο: «Το Νταντά δεν αισθάνεται τίποτε, δεν είναι τίποτε, τίποτε, τίποτε. Είναι όπως οι ελπίδες σας: τίποτε, όπως οι παράδεισοί σας: τίποτε, όπως τα είδωλά σας: τίποτε...». Ο γαλλογερμανικής καταγωγής γλύπτης, ζωγράφος και ποιητής Ζαν ή Χανς Αρπ, ιδρυτικό μέλος του Ντανταϊσμού, πέρασε αργότερα διαδοχικά στον Υπερρεαλισμό και το κίνημα Abstraction-Création, διευρύνοντας τις ιδέες του για τη ζωγραφική και τη γλυπτική, με την χρήση κολάζ και διαφόρων ετερόκλητων υλικών. Ο Χανς Αρπ επηρεασμένος από τον Μπρακ και τον Πικάσο πειραματιζόταν με το τυχαίο και το αυτόματο. Άφηνε κομμάτια χαρτιά να πέφτουν ελεύθερα στο έδαφος και όταν αυτά είχαν πλέον σταθεροποιηθεί, τότε νέα σχέδια προέκυπταν με την προσθήκη γραμμών και περιγραμμάτων. Ποίηση έγραφε στα γαλλικά και τα γερμανικά μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1966, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα με ανάλογο τρόπο: ετερόκλητα ιδιώματα, γλωσσικά κολάζ και υφολογικούς μετασχηματισμούς. Ακολουθούν τρία ποιήματά του, μεταφρασμένα από τον Γιώργο Μπλάνα.

Πέθανε ο Κασπάρ
Για ’δέ κακό που πάθαμε!
Πέθανε ο Κάσπαρ ο καλός!
Κι άντε να δούμε τώρα
ποιος θα βάζει ολημέρα
με την παντιέρα του μπουρλότο
στις πλεξούδες
της μαύρης συννεφιάς,
ποιος θα δουλεύει
τον πανάρχαιο μύλο του καφέ,
ποιος θα τραβάει γητευτά
το  λάφι το ειδυλλιακό
απ’ τη χαρτοσακούλα του
την απολιθωμένη,
ποιος θα φταρνίζεται
καράβια και ομπρέλες,
των ανέμων τα βυζιά,
μελισσοκόμους σίφουνες,
ποιος θα κρατάει καθαρά
τα κόκαλα των πυραμίδων.
Για ’δέ κακό που πάθαμε!
Για ’δε κει συμφορά!
Πέθανε ο Κάσπαρ ο καλός!
Κωδωνοκρούστη Κύριε,
πέθανε ο Κάσπαρ.
Ω, ντιν νταν!
Λυγάνε τ’ αχερόψαρα
απάνω στα καμπαναριά,
τρέμουνε σκούζουν μυτερά,
κάθε που τον στενάζουμε
με το μικρόνομά του.
Γι’ αυτό τον ξανασαίνω εγώ
με το επώνυμό του
Κάσπαρ, ε, Κάσπαρ, Κάσπαρ, ε,
γιατί μας απαράτησες,
βρε Κάσπαρ;
Τι ’ναι τώρα
πετούμενη η μεγάλη σου ψυχή;
Μην είναι αστέρι, τα νερά
σε τροπικό τυφώνα;
Μην είναι ρόγα ενός βυζιού
που βγάνει μαύρο φως,
ένα λιθάρι διάφανο στο τούμπανο
που παίζουνε τα βράχια της ζωής μας;
Μαράθηκαν οι σόλες σου
απάνω στα κεφάλια μας
και μνέσκουν οι ξωθιές
μισοκαμένες
στις νεκρικές πυρές.
Έρμες και μόνες οι κορύνες,
σκοτεινές,
βροντούν πίσω απ’ τον ήλιο,
κι άντε να δούμε τώρα ποιος
θ’ ασχοληθεί να πάρουν μπρος
στα καροτσάκια οι τροχοί.
Άντε να δούμε τώρα ποιος
θα φάει με το ολόφωτο
ποντίκι στο ξυπόλητο τραπέζι.
Άντε να δούμε ποιος
θα πάρει στο κυνήγι
κείνον τον διάολο τον σιρόκο
που γυρεύει να πλανέσει τ’ άλογά μας,
ποιος θα διαβάσει τις γραφές των αστεριών.
Η προτομή του θα στολίσει των καλών
τα φουγοπόδαρα, μα χώρος πουθενά
και άνεση καμιά ή ταμπακέρα
για την νεκροκεφαλή του.

Είναι μια ρίζα ο άνεμος
Είναι μια ρίζα ο άνεμος και τα λιθάρια τρυφερά.
Μπράβο τους, μπράβο τα λιθάρια
έχουνε μέσα αέρα! Τα λιθάρια,
χλωρά κλαριά. Και στα λιθάρια,
σα στόμα φκιάνεται του φύλλου ο σκελετός.
Βρε, μπράβο τα λιθάρια!
Λιθάρι καταπρόσωπο, λιθάρι καταπόδας,
του λιθαριού η φωνή κοιτάζει το λιθάρι.
Σάρκα μαρτυρική
είν’ τα λιθάρια, σύννεφα, που έστησε χορό
η φύση τους η δεύτερη απάνω
στην μύτη τους την τρίτη.
Μπράβο και πάλι μπράβο.
Όταν σκίζουνται από μόνα τα λιθάρια,
βγάνουν οι ρίζες νύχια. Μπράβο! Μπράβο!
Και ξυπνάνε τα λιθάρια
για να φάνε την ολόκληρη την ώρα.

Ο κάμπος
Καθόμουν μόνος σ’ έναν κάμπο
χαμένο σ’ ένα μάκρος αδειανό.
Κι ήταν στρωμένος με πλακάκια εντελώς.
Τίποτα γύρω, τίποτα.
Μονάχα εγώ απάνω στην καρέκλα.
Γαλάζιος πάντα ο ουρανός,
κι ήλιος να φέξει πουθενά.
Αθέατο μυστήριο ένα φως
τον κάμπο τον απέραντο τον λούζει
Όμως εμένα αυτή
η αιώνια μέρα μου φαινόταν τεχνητή,
απ’ άλλη σφαίρα, κάποια, καμωμένη.
Δεν κοιμόμουν, δεν πεινούσα, δεν διψούσα,
κρύο δεν έκανε ούτε ζέστη.
Ο χρόνος ήτανε ένα φάντασμα εντελώς
ακατανόητο, αφού τίποτε δεν άλλαζε εκεί,
τίποτα δεν γινόταν.
Μέσα μου όμως σαν να ήταν ζωντανός,
ο χρόνος, χάρη ιδίως στην καρέκλα.
Ήταν δικιά μου, την καθόμουν,
ως εκ τούτου δεν μπορούσα να ξεχάσω
το παρελθόν ολοσχερώς.
Και κάπου-κάπου ανέβαινα
όρθιος απάνω της, σαν να ’ταν
-η καρέκλα-
έν’ άλογο, κι έκοβα βόλτες, γύρω-γύρω,
και πήγαινα ίσια μπροστά.
Και μάλλον τα κατάφερα.
Τι ακριβώς κατάφερα δεν ξέρω.
Αφού τα πάντα γύρω ήταν άδεια,
πώς να ελέγξω αν μπορούσα να κουνιέμαι.
Κι όπως καθόμουν στην καρέκλα,
βαθιά συλλογιζόμουν
γιατί του κόσμου ο πυρήνας
ίδρωνε τέτοιο μαύρο φως.

Ο Ντανταϊσμός ως κίνημα σταμάτησε το 1924 και οι εκπρόσωποί του στράφηκαν στον Σουρεαλισμό. Διάσημοι ντανταϊστές καλλιτέχνες ήταν –μεταξύ άλλων-οι: Γκιγιώμ Απολιναίρ, Έμυ Χένινγκς, Μπεατρίς Γουντ, Μαρσέλ Ντυσάν, Αρτύρ Κραβάν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου