Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ;

(Τετ. 29/04/15 -13:12)
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΠΟΥΝΑ*
Η δια­πραγ­μά­τευ­ση της κυ­βέρ­νη­σης με τους δα­νει­στές μοιά­ζει να έχει φτά­σει σε αδιέ­ξο­δο, αν και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επι­κα­λύ­πτε­ται από την ει­κο­νι­κή της εκ­δο­χή σ’ ένα άγριο πό­λε­μο προ­πα­γάν­δας. Η πλευ­ρά των ιμπε­ρια­λι­στι­κών κέ­ντρων επι­δει­κνύ­ει την δύ­να­μή της εναλ­λάσ­σο­ντας τις απει­λές με τις υπο­σχέ­σεις. Είναι όμως από­λυ­το ψέμα ότι δεν θα φο­βό­ταν μια επι­λο­γή απο­φα­σι­στι­κά ρη­ξια­κή από την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά. Η αντί­δρα­ση των αγο­ρών απέ­να­ντι σε μια τραυ­μα­τι­σμέ­νη ευ­ρω­ζώ­νη δεν προ­δια­γρά­φε­ται και πά­ντως δεν κα­θο­δη­γεί­ται από τα πο­λι­τι­κά κέ­ντρα. Απ’ την άλλη, η κυ­βέρ­νη­ση δη­λώ­νει ότι επι­μέ­νει σε «κόκ­κι­νες γραμ­μές», στα ερ­γα­σια­κά, στις μα­ζι­κές απο­λύ­σεις, στους μι­σθούς και στις συ­ντά­ξεις, πα­ρό­τι η θέση της είναι δυ­σχε­ρής και διο­λι­σθαί­νει, υπό τις ασφυ­κτι­κές πιέ­σεις, σε επι­λο­γές με πο­λι­τι­κό και οι­κο­νο­μι­κό κό­στος, όπως είναι η πρό­σφα­τη Πράξη Νο­μο­θε­τι­κού Πε­ριε­χο­μέ­νου.
Μά­λι­στα η επι­λο­γή του πρω­θυ­πουρ­γού ν’ αλ­λά­ξει την δια­πραγ­μα­τευ­τι­κή ομάδα ερ­μη­νεύ­ε­ται ως κί­νη­ση προς διαλ­λα­κτι­κό­τε­ρη στάση.
ΑΣΚΗ­ΣΕΙΣ ΙΣΟΡ­ΡΟ­ΠΙ­ΑΣ
Η κυ­βέρ­νη­ση ακο­λού­θη­σε την τα­κτι­κή αγο­ράς χρό­νου δί­νο­ντας «έδα­φος» και υπό­γρα­ψε την συμ­φω­νία της 20ης Φλε­βά­ρη. Σή­με­ρα, τρεις μήνες μετά, η «εμπλο­κή με τον εχθρό» βρί­σκε­ται σε πλήρη ανά­πτυ­ξη και το κενό της στρα­τη­γι­κής ηχεί με την σιωπή του. Όποια κι αν είναι η εξέ­λι­ξη η τρέ­χου­σα κα­τά­στα­ση έχει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «στιγ­μής της αλή­θειας». Απο­κα­λύ­πτε­ται σή­με­ρα στα μάτια της κυ­βέρ­νη­σης, του κόμ­μα­τος και πάνω απ’ όλα στα μάτια της κοι­νω­νί­ας το μέ­γε­θος της δυ­σκο­λί­ας μιας συμ­φω­νί­ας win – win (κοινά επω­φε­λής), αν όχι το ανέ­φι­κτο της προ­ε­κλο­γι­κής υπό­σχε­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Οι «κόκ­κι­νες γραμ­μές» της κυ­βέρ­νη­σης βρί­σκο­νται στο στό­χα­στρο των δα­νει­στών και ήδη βλέ­πουν το φως της δη­μο­σιό­τη­τας οι πε­ραι­τέ­ρω «εκ­πτώ­σεις» που δεν αφή­νουν σο­βα­ρά πε­ρι­θώ­ρια να εμ­φα­νι­στεί μια εν­δε­χό­με­νη συμ­φω­νία ως «έντι­μος» συμ­βι­βα­σμός. Απέ­να­ντι σ’ αυτή την προ­ο­πτι­κή στέ­κε­ται μόνο η επι­λο­γή της ρήξης.
Αυτό το συ­μπέ­ρα­σμα προ­κα­λεί αμη­χα­νία στην κοι­νω­νία και δη­μιουρ­γεί όρους και προ­ϋ­πο­θέ­σεις κοι­νω­νι­κής, τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κής πό­λω­σης. Όρους που θα έπρε­πε να εκ­με­ταλ­λευ­τεί και να ανα­πτύ­ξει η κυ­βέρ­νη­ση, απο­σα­φη­νί­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να την φυ­σιο­γνω­μία της καθώς πα­ρα­μέ­νει τα­λα­ντευό­με­νη και «ατα­ξι­νό­μη­τη». Σή­με­ρα εμ­φα­νί­ζε­ται ως μια κυ­βέρ­νη­ση δια­φο­ρε­τι­κή από τις προη­γού­με­νες - καθώς αντι­στέ­κε­ται στους δα­νει­στές και βάζει κόκ­κι­νες γραμ­μές - που πιέ­ζε­ται ασφυ­κτι­κά να απο­δε­χτεί τον νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο μο­νό­δρο­μο, αλλά και τους κα­νό­νες και πε­ριο­ρι­σμούς του μνη­μο­νια­κού πλαι­σί­ου. Ταυ­τό­χρο­να δεν είναι μια με­τα­βα­τι­κή «κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς» - καθώς απο­τε­λεί συ­γκυ­βέρ­νη­ση με την λαϊ­κι­στι­κή και εθνι­κι­στι­κή δεξιά (ΑΝΕΛ), φλερ­τά­ρο­ντας έντο­να με την κε­ντρο­δε­ξιά (Παυ­λό­που­λος κ.α.) - χωρίς ωστό­σο να έχει υπερ­βεί την εσω­τε­ρι­κή της αντί­φα­ση (και του κόμ­μα­τος ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) καθώς είναι φο­ρέ­ας των ιστο­ρι­κών όρων που την γέν­νη­σαν.
Το ζή­τη­μα του χρέ­ους και η αντι­με­τώ­πι­ση των δα­νει­στών φα­ντά­ζουν ως το πλαί­σιο που θα κα­θο­ρί­σει εν τέλει τη φυ­σιο­γνω­μία και την προ­ο­πτι­κή της. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως η με­τέ­ω­ρη στάση της κυ­βέρ­νη­σης απο­τυ­πώ­νει την αντί­φα­ση στο «εσω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο», με­τα­ξύ του τα­ξι­κού και του πο­λι­τι­κού συ­σχε­τι­σμού, όπως αυτός δια­μορ­φώ­θη­κε στα «μνη­μο­νια­κά» χρό­νια στην Ελ­λά­δα. Οι πο­λι­τι­κές των μνη­μο­νί­ων που οδή­γη­σαν σε κρίση το παλιό, δι­κομ­μα­τι­κό σύ­στη­μα και  ιδιαί­τε­ρα την σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, ανοί­γο­ντας τον δρόμο στη νίκη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εξα­σφά­λι­σαν ταυ­τό­χρο­να ιστο­ρι­κές κα­τα­κτή­σεις για το εγ­χώ­ριο κε­φά­λαιο σε βάρος του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας. Σή­με­ρα θέλει να πα­γιώ­σει και να αυ­ξή­σει τις «κα­τα­κτή­σεις» του.
Αυτή η αντί­φα­ση δεν μπο­ρεί να διαρ­κέ­σει. Είτε η Αρι­στε­ρά στην κυ­βέρ­νη­ση θα τρο­φο­δο­τή­σει την άρση των αστι­κών κα­τα­κτή­σε­ων από το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και την κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία γε­νι­κό­τε­ρα ή θα επι­κρα­τή­σει μια κυ­βέρ­νη­ση που θα  εγ­γυ­η­θεί την ιστο­ρι­κή επι­τυ­χία του ελ­λη­νι­κού αστι­σμού, μέσα στο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο, ευ­ρω­παϊ­κό πλαί­σιο, επι­διώ­κο­ντας ταυ­τό­χρο­να πο­λι­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα και κοι­νω­νι­κή ει­ρή­νη. Στην δια­δι­κα­σία αυτή με­τέ­χουν πλή­θος πα­ρα­γό­ντων - πέρα από την κυ­βερ­νη­τι­κή βού­λη­ση - με καί­ριας ση­μα­σί­ας την στάση της Αρι­στε­ράς συ­νο­λι­κά, του κόμ­μα­τος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και ιδιαί­τε­ρα της αρι­στε­ρής του πτέ­ρυ­γας και φυ­σι­κά του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και των κι­νη­μά­των. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση δεν απο­τε­λεί ένα «μο­νό­πρα­κτο» με διάρ­κεια όση και της «συ­γκε­κρι­μέ­νης κυ­βέρ­νη­σης» και είναι λάθος να αντι­με­τω­πι­στεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εξάλ­λου η πι­θα­νό­τη­τα πο­λι­τι­κών εξε­λί­ξε­ων στο άμεσο μέλ­λον μόνο μικρή δεν είναι.
Παρά ταύτα η κυ­βερ­νη­τι­κή επι­λο­γή της λαϊ­κο­με­τω­πι­κής στρα­τη­γι­κής «εθνι­κή ενό­τη­τα απέ­να­ντι στους δα­νει­στές» δεν προϊ­δε­ά­ζει μια κα­τεύ­θυν­ση ανα­τρο­πής των τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών στο «εσω­τε­ρι­κό» και συ­να­κό­λου­θα θέτει και τα όρια της αντι­πα­ρά­θε­σης με τους δα­νει­στές.
ΥΠΟ­ΤΑ­ΓΗ Ή ΡΗΞΗ;
Το σχήμα «υπο­τα­γή ή ρήξη», αν και σωστό ως προς την γε­νι­κό­τη­τα, δεν είναι επαρ­κές για να πε­ρι­γρά­ψει, συ­γκε­κρι­μέ­να, τα εν­δε­χό­με­να του μέλ­λο­ντος και την προ­ο­πτι­κή αυτής της κυ­βέρ­νη­σης. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο όταν αυτό το σχήμα εμ­φα­νί­ζε­ται με αυ­στη­ρά «νο­μι­σμα­τι­κή» μορφή δη­λα­δή «ευρώ ή δραχ­μή». Οι έν­νοιες της «υπο­τα­γής» και της «ρήξης» αφο­ρούν  στον πραγ­μα­τι­κό τα­ξι­κό συ­σχε­τι­σμό μέσα στην χώρα και στην προ­βο­λή του στην σχέση με τους δα­νει­στές, ενώ απο­κτούν το πο­λι­τι­κό νόημά τους από τον τρόπο με τον οποίο τις προ­σλαμ­βά­νει ο λαός και ιδιαί­τε­ρα το ερ­γα­τι­κό και λαϊκό κί­νη­μα. Από το επί­πε­δο και τον βαθμό της πα­θη­τι­κής ανα­μο­νής ή αντί­θε­τα από την κί­νη­ση και την αυ­τε­νέρ­γεια του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος απέ­να­ντι στην ερ­γο­δο­σία και, ως ενερ­γη­τι­κή στή­ρι­ξη, απαί­τη­ση και προσ­δο­κία, προς την κυ­βέρ­νη­ση.
Ο στό­χος της στα­θε­ρο­ποί­η­σης, της συ­γκρό­τη­σης μιας νέας κοι­νω­νι­κής συ­ναί­νε­σης βρί­σκε­ται στο επί­κε­ντρο του εν­δια­φέ­ρο­ντος της κυ­βέρ­νη­σης, των αστι­κών δυ­νά­με­ων στην χώρα μα και των ιμπε­ρια­λι­στι­κών κέ­ντρων, πρώτα στην ΕΕ. Όχι, ωστό­σο, στη βάση κοι­νού σχε­δί­ου. Η κυ­βέρ­νη­ση για να πε­ρι­γρά­ψει αυτόν τον στόχο χρη­σι­μο­ποιεί την έκ­φρα­ση «έντι­μος συμ­βι­βα­σμός» θέ­λο­ντας να πάρει απο­στά­σεις τόσο από την «ρήξη» όσο και από την «υπο­τα­γή».
Είναι ένας ρε­α­λι­στι­κός στό­χος; Μπο­ρεί η κυ­βέρ­νη­ση επι­διώ­κο­ντας τον «έντι­μο συμ­βι­βα­σμό» να στη­ρί­ξει μια θέση δια­κρι­τά πιο αρι­στε­ρή απ’ αυτήν που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το σύ­νο­λο της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας; Να ανα­νε­ώ­σει την έν­νοια του αρι­στε­ρού πο­λι­τι­κού ρε­φορ­μι­σμού στην Ευ­ρώ­πη απο­φεύ­γο­ντας ταυ­τό­χρο­να την σφο­δρή σύ­γκρου­ση και την ρήξη με την δε­σπό­ζου­σα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή στην ΟΝΕ και ευ­ρύ­τε­ρα; Νο­μί­ζου­με πως κάτι τέ­τοιο δεν είναι εφι­κτό.
Εν­δε­χο­μέ­νως βέ­βαια να μην είναι ανέ­φι­κτη μια εξέ­λι­ξη, μια συμ­φω­νία -δή­θεν επω­φε­λής και για τις δύο πλευ­ρές, που αν και ου­σια­στι­κά θα απο­δέ­χε­ται και θα εγ­γυά­ται την ήδη βαθιά υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­σί­ας, να γίνει ανε­κτή από ση­μα­ντι­κό κοι­νω­νι­κό τμήμα ως η μόνη «ρε­α­λι­στι­κή» λύση από μια κυ­βέρ­νη­ση «που πά­λε­ψε και αντι­στά­θη­κε» σε αντί­θε­ση με τις προη­γού­με­νες. Ένα τέ­τοιο εν­δε­χό­με­νο όπως κι αν εμ­φα­νι­στεί στα μάτια της κοι­νω­νί­ας δεν χωρά αμ­φι­βο­λία πως θα απο­τε­λεί εκ­δο­χή της «υπο­τα­γής» και της «αρι­στε­ρής πα­ρέν­θε­σης». Πολύ χει­ρό­τε­ρα δε, για την Αρι­στε­ρά και το κί­νη­μα, αν για να επι­τευ­χθεί αυτό οδη­γη­θού­με σε ευ­ρύ­τε­ρες πο­λι­τι­κές συ­ναι­νέ­σεις, ακόμη και κυ­βερ­νη­τι­κές, «εθνι­κής ενό­τη­τας».
ΚΛΙ­ΜΑ­ΚΩ­ΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑ­ΔΙ­ΚΑ­ΣΙΑ ΠΡΟ­Ε­ΤΟΙ­ΜΑ­ΣΙ­ΑΣ
Απ’ αυτή τη σκο­πιά είναι ανα­γκαίο η Αρι­στε­ρά να ανα­δεί­ξει τον ρε­α­λι­σμό της ρήξης και της ανα­τρο­πής ως το μόνο δρόμο για την εκ­πλή­ρω­ση των ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών αι­τη­μά­των και προσ­δο­κιών. Αυτή η προ­σπά­θεια δεν αφορά ούτε στο ελά­χι­στο πα­ραλ­λα­γές και εκ­δο­χές της λε­γό­με­νης «ρεάλ πο­λι­τίκ».
Το κε­ντρι­κό ζή­τη­μα αφορά στην ανα­τρο­πή και ανα­στρο­φή των αστι­κών κα­τα­κτή­σε­ων της μνη­μο­νια­κής λι­τό­τη­τας. Αφορά δη­λα­δή στην εμπρο­σθο­βα­ρή ανα­τρο­πή της λι­τό­τη­τας με την άμεση εκ­κί­νη­ση προ­γράμ­μα­τος ανα­δια­νο­μής υπέρ της ερ­γα­σί­ας και σε βάρος του κε­φα­λαί­ου στο­χεύ­ο­ντας στρα­τη­γι­κά στην δη­μιουρ­γία ρηγ­μά­των στο πεδίο των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, παρά ως ένα δήθεν εναλ­λα­κτι­κό σχέ­διο της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. Οι αυ­ξή­σεις στους μι­σθούς, η βαριά φο­ρο­λο­γία στο κε­φά­λαιο, οι εθνι­κο­ποι­ή­σεις του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος και στρα­τη­γι­κών το­μέ­ων της πα­ρα­γω­γής και της οι­κο­νο­μί­ας συ­νο­δεύ­ο­νται από μέτρα διεύ­ρυν­σης της δη­μο­κρα­τί­ας, κοι­νω­νι­κού και ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, ως ρήγ­μα­τα στον πυ­ρή­να του συ­στή­μα­τος, στην ιδιο­κτη­σία των μέσων πα­ρα­γω­γής.
Στο «εξω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο», το ζή­τη­μα του χρέ­ους, αν και εμ­φα­νί­ζε­ται ως προ­τε­ραιό­τη­τα είναι άρ­ρη­κτα δε­μέ­νο με την δια­κύ­βευ­ση στον εγ­χώ­ριο τα­ξι­κό και πο­λι­τι­κό συ­σχε­τι­σμό. Η αντι­με­τώ­πι­σή του απο­τε­λεί ου­σια­στι­κά αντα­νά­κλα­ση και συ­νέ­πεια των στρα­τη­γι­κών επι­λο­γών στο «εσω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο». Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο αυτό ισχύ­ει για το ζή­τη­μα του νο­μί­σμα­τος. Από την σκο­πιά μιας με­τα­βα­τι­κής, αρι­στε­ρής κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής, με άμεσο στόχο την ανα­τρο­πή των τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών που δια­μόρ­φω­σε η πο­λι­τι­κή της μνη­μο­νια­κής λι­τό­τη­τας, τί­θε­ται η άμεση ανά­γκη της απαλ­λα­γής από τις πλη­ρω­μές το­κο­χρε­ω­λυ­σί­ων και της εξό­δου από την ανα­τρο­φο­δο­τού­με­νη δίνη του δα­νει­σμού για τις πλη­ρω­μές των δα­νεί­ων. Ανά­γκη που πε­ρι­λαμ­βά­νει την επι­λο­γή της παύ­σης πλη­ρω­μών εντός της ευ­ρω­ζώ­νης και εκτεί­νε­ται μέχρι την μο­νο­με­ρή δια­γρα­φή του (με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του) χρέ­ους. Ασφα­λώς με εν­δε­χό­με­νο την έξοδο από την ΟΝΕ.
Αντί­θε­τα ένα σχέ­διο εθνι­κής ανά­πτυ­ξης που στη­ρί­ζε­ται στην υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­σί­ας και του εθνι­κού νο­μί­σμα­τος προ­κει­μέ­νου να αυ­ξη­θεί η «αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα» του εγ­χώ­ριου κε­φα­λαί­ου δεν έχει καμιά αρι­στε­ρή και με­τα­βα­τι­κή προ­ο­πτι­κή. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο εάν συ­νο­δεύ­ε­ται από «μνη­μό­νιο» στα πλαί­σια συμ­φω­νη­μέ­νης και υπο­βοη­θού­με­νης εξό­δου από την ΟΝΕ. Μια τέ­τοια κα­τεύ­θυν­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει την συ­νέρ­γεια ισχυ­ρού τμή­μα­τος της ελ­λη­νι­κής άρ­χου­σας τάξης δια­θέ­σι­μου να επι­λέ­ξει την έξοδο απ’ την ευ­ρω­ζώ­νη. Εξέ­λι­ξη ου­δό­λως φι­λο­λαϊ­κή, φι­λερ­γα­τι­κή και αρι­στε­ρή και πά­ντως όχι πι­θα­νή καθώς η άρ­χου­σα τάξη φαί­νε­ται πως δια­τί­θε­ται να στη­ρί­ξει την κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – ΑΝΕΛ προ­κει­μέ­νου να οδη­γη­θεί σε συμ­φω­νία. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση χωρίς την συ­νέρ­γεια (ισχυ­ρού τμή­μα­τος) της ντό­πιας ελίτ υπάρ­χει μόνο ο δρό­μος της ανοι­χτής αντι­πα­ρά­θε­σης - μέσα και έξω - στην κα­τεύ­θυν­ση που σχη­μα­τι­κά προ­α­να­φέ­ρα­με.
Εν τέλει ακόμη κι ο συμ­βι­βα­σμός, ως εν­δε­χό­με­νο πάντα παρόν, δεν είναι παρά το απο­τέ­λε­σμα της πραγ­μα­τι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης, δεν είναι ποτέ «έντι­μος» και φέρει πάντα την σφρα­γί­δα του νι­κη­τή.
Απ’ αυτή τη σκο­πιά η νοη­μα­το­δό­τη­ση της «ρήξης» ή της «υπο­τα­γής» αφορά στον βαθμό της απο­φα­σι­στι­κό­τη­τας, όχι μόνο του κόμ­μα­τος και της κυ­βέρ­νη­σης, αλλά ση­μα­ντι­κού αν όχι πλειο­ψη­φι­κού κοι­νω­νι­κού τμή­μα­τος στη χώρα και ταυ­τό­χρο­να στην ανά­δυ­ση ισχυ­ρού ευ­ρω­παϊ­κού και διε­θνούς κι­νή­μα­τος αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Σ’ αυτή την κα­τεύ­θυν­ση η ητ­το­πα­θής σε­χτα­ρι­στι­κή στάση τμή­μα­τος της Αρι­στε­ράς είναι τόσο επι­ζή­μια όσο και η άκρι­τη απο­δο­χή των κυ­βερ­νη­τι­κών επι­λο­γών.
Το βάρος πέ­φτει στο κόμμα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και στην οιο­νεί «αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γά» του που οφεί­λει να ερ­γα­στεί για την ενό­τη­τα και την συ­γκέ­ντρω­ση της δύ­να­μής της απαλ­λαγ­μέ­νη από το άγχος της «κυ­βερ­νη­σι­μό­τη­τας». Επι­βάλ­λε­ται να ανα­γνω­ρί­σει το βάθος της πε­ριό­δου και την υπο­χρέ­ω­ση δια­μόρ­φω­σης των πο­λι­τι­κών, των κοι­νω­νι­κών και των κι­νη­μα­τι­κών όρων που είναι απα­ραί­τη­τοι για να μεί­νει ανοι­χτή στον πα­ρό­ντα ιστο­ρι­κό χρόνο η προ­ο­πτι­κή της ανα­τρο­πής. Να αντι­λη­φθεί την ση­μα­σία και την κρι­σι­μό­τη­τα της συ­γκυ­ρί­ας στα πλαί­σια μιας δια­δι­κα­σί­ας προ­ε­τοι­μα­σί­ας και όχι ως μια μάχη «δίχως αύριο», απο­φεύ­γο­ντας επι­λο­γές που δια­κιν­δυ­νεύ­ουν την απα­ξί­ω­ση της Αρι­στε­ράς στα μάτια της κοι­νω­νί­ας, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας με εμπι­στο­σύ­νη τον πρω­τεύ­ο­ντα ρόλο της ερ­γα­τι­κής τάξης και του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος και επι­μέ­νο­ντας στον δρόμο της ανα­τρο­πής της λι­τό­τη­τας, της ρήξης με τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή - τόσο στο εσω­τε­ρι­κό όσο και στο εξω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο - και της σο­σια­λι­στι­κής προ­ο­πτι­κής.
*Πηγή: www.rproject.gr, 
Tετάρτη 29 Απριλίου 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου