Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
Μια διακομματική «βιομηχανία» ερωτήσεων ανθεί τον τελευταίο καιρό στο Ελληνικό Κοινοβούλιο από βουλευτές που καταθέτουν ερωτήσεις σχετικά με τον ΟΠΑΠ, όχι βέβαια για να ζητήσουν εξηγήσεις και παρεμβάσεις για τα τεράστια προβλήματα που γεννά η ιδιωτικοποίηση του τζόγου αλλά για να αναπαραγάγουν τις αξιώσεις μιας ιδιωτικής εταιρείας. Η έντονη βουλευτική δραστηριότητα για μια εταιρεία ιδιωτικών συμφερόντων δεν αποτελεί πρωτοτυπία για τους «ταγούς» του έθνους. Όμως, η ενασχόληση με τον ΟΠΑΠ προκαλεί εκ των πραγμάτων μια σειρά από ερωτήματα. Πόσο μάλλον όταν ο εν λόγω κοινοβουλευτικός «έλεγχος» δεν σχετίζεται άμεσα με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, αλλά εστιάζεται κυρίως στην αναζήτηση «ευθυνών» από πιθανές ζημιές που –κατά τους βουλευτές– κινδυνεύει να υποστεί ο ΟΠΑΠ. Και όταν μια μορφή έμμεσης φορολογίας, όπως είναι ο τζόγος, περνάει στους ιδιώτες, τότε κάθε «ενδιαφέρον» για τον ιδιώτη επενδυτή σημαίνει και επίθεση στο δημόσιο συμφέρον.
Από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου, βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (Τριανταφυλλίδης), της ΝΔ (Αυγενάκης), των ΑΝΕΛ (Κόκκαλης), του Ποταμιού (Αμυράς, Θεοχάρης) και ο ανεξάρτητος Νίκος Νικολόπουλος προχώρησαν στην κατάθεση ερωτήσεων που αναφέρονται σε συμφέροντα του ΟΠΑΠ που θίγονται από κυβερνητικές αποφάσεις.
Οι παρεμβάσεις των βουλευτών κινούνταν σε τρεις άξονες: πρώτον, εγκαλούσαν την κυβέρνηση για την επιβολή ειδικού τέλους πέντε λεπτών του ευρώ σε κάθε στήλη των παιχνιδιών του ΟΠΑΠ. Δεύτερον, ασκούσαν κριτική στους χειρισμούς αρμόδιων κρατικών αρχών, που προχώρησαν στο πάγωμα των διαδικασιών για τη λειτουργία των καταστημάτων στα οποία επρόκειτο να εγκατασταθούν οι παιγνιομηχανές VLTs (τα γνωστά φρουτάκια) του ΟΠΑΠ. Τρίτον, εγκαλούσαν τους αρμόδιους υπουργούς για την αδυναμία τους να πατάξουν το «παράνομο» ιντερνετικό στοίχημα στην Ελλάδα, τον βασικό δηλαδή ανταγωνιστή του ΟΠΑΠ.
Δύο τα κοινά σημεία στις ερωτήσεις των βουλευτών: πρώτον, η ανησυχία τους για την απώλεια εσόδων του Δημοσίου εξαιτίας των χειρισμών της κυβέρνησης και, δεύτερον, η ζημιά που θα υποστούν οι 4.500 πράκτορες του ΟΠΑΠ. Ωστόσο, ποτέ κανείς δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στη ζημιά που θα υποστεί η ιδιωτική εταιρεία, αφού στην πραγματικότητα θα έχει μεγάλα κέρδη.
Ουσιαστικά, τα ζητήματα που αναδείκνυαν με τις ερωτήσεις τους αποτελούν προμετωπίδα των απαιτήσεων και των ενστάσεων του ΟΠΑΠ απέναντι στην κυβέρνηση, καθώς θίγουν την κερδοφορία του. Κατά σατανική σύμπτωση στις 26 Νοεμβρίου, με ανακοίνωσή του, ο ΟΠΑΠ γνωστοποιούσε ότι προσέφυγε στα διεθνή δικαστήρια εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 1 δισ. ευρώ από τα κρατικά ταμεία, εξαιτίας των καθυστερήσεων στη λειτουργία των VLTs! Στην ίδια ανακοίνωση, επίσης, προανήγγειλε νομικές ενέργειες εναντίον του κράτους σχετικά με το θέμα της επιβολής του ειδικού τέλους, εγκαλώντας τις αρμόδιες αρχές ότι με την επιβολή του συνίσταται «διακριτική μεταχείριση σε βάρος της εταιρείας (σ.σ.: ΟΠΑΠ) και σε όφελος άλλων παρόχων τυχερών παιγνίων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων μη-αδειοδοτημένων και μη-εποπτευόμενων στην Ελλάδα διαδικτυακών παρόχων».
Μια διακομματική «βιομηχανία» ερωτήσεων ανθεί τον τελευταίο καιρό στο Ελληνικό Κοινοβούλιο από βουλευτές που καταθέτουν ερωτήσεις σχετικά με τον ΟΠΑΠ, όχι βέβαια για να ζητήσουν εξηγήσεις και παρεμβάσεις για τα τεράστια προβλήματα που γεννά η ιδιωτικοποίηση του τζόγου αλλά για να αναπαραγάγουν τις αξιώσεις μιας ιδιωτικής εταιρείας. Η έντονη βουλευτική δραστηριότητα για μια εταιρεία ιδιωτικών συμφερόντων δεν αποτελεί πρωτοτυπία για τους «ταγούς» του έθνους. Όμως, η ενασχόληση με τον ΟΠΑΠ προκαλεί εκ των πραγμάτων μια σειρά από ερωτήματα. Πόσο μάλλον όταν ο εν λόγω κοινοβουλευτικός «έλεγχος» δεν σχετίζεται άμεσα με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, αλλά εστιάζεται κυρίως στην αναζήτηση «ευθυνών» από πιθανές ζημιές που –κατά τους βουλευτές– κινδυνεύει να υποστεί ο ΟΠΑΠ. Και όταν μια μορφή έμμεσης φορολογίας, όπως είναι ο τζόγος, περνάει στους ιδιώτες, τότε κάθε «ενδιαφέρον» για τον ιδιώτη επενδυτή σημαίνει και επίθεση στο δημόσιο συμφέρον.
Από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι και τις αρχές Δεκεμβρίου, βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (Τριανταφυλλίδης), της ΝΔ (Αυγενάκης), των ΑΝΕΛ (Κόκκαλης), του Ποταμιού (Αμυράς, Θεοχάρης) και ο ανεξάρτητος Νίκος Νικολόπουλος προχώρησαν στην κατάθεση ερωτήσεων που αναφέρονται σε συμφέροντα του ΟΠΑΠ που θίγονται από κυβερνητικές αποφάσεις.
Οι παρεμβάσεις των βουλευτών κινούνταν σε τρεις άξονες: πρώτον, εγκαλούσαν την κυβέρνηση για την επιβολή ειδικού τέλους πέντε λεπτών του ευρώ σε κάθε στήλη των παιχνιδιών του ΟΠΑΠ. Δεύτερον, ασκούσαν κριτική στους χειρισμούς αρμόδιων κρατικών αρχών, που προχώρησαν στο πάγωμα των διαδικασιών για τη λειτουργία των καταστημάτων στα οποία επρόκειτο να εγκατασταθούν οι παιγνιομηχανές VLTs (τα γνωστά φρουτάκια) του ΟΠΑΠ. Τρίτον, εγκαλούσαν τους αρμόδιους υπουργούς για την αδυναμία τους να πατάξουν το «παράνομο» ιντερνετικό στοίχημα στην Ελλάδα, τον βασικό δηλαδή ανταγωνιστή του ΟΠΑΠ.
Δύο τα κοινά σημεία στις ερωτήσεις των βουλευτών: πρώτον, η ανησυχία τους για την απώλεια εσόδων του Δημοσίου εξαιτίας των χειρισμών της κυβέρνησης και, δεύτερον, η ζημιά που θα υποστούν οι 4.500 πράκτορες του ΟΠΑΠ. Ωστόσο, ποτέ κανείς δεν αναφέρθηκε ονομαστικά στη ζημιά που θα υποστεί η ιδιωτική εταιρεία, αφού στην πραγματικότητα θα έχει μεγάλα κέρδη.
Ουσιαστικά, τα ζητήματα που αναδείκνυαν με τις ερωτήσεις τους αποτελούν προμετωπίδα των απαιτήσεων και των ενστάσεων του ΟΠΑΠ απέναντι στην κυβέρνηση, καθώς θίγουν την κερδοφορία του. Κατά σατανική σύμπτωση στις 26 Νοεμβρίου, με ανακοίνωσή του, ο ΟΠΑΠ γνωστοποιούσε ότι προσέφυγε στα διεθνή δικαστήρια εναντίον του Ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 1 δισ. ευρώ από τα κρατικά ταμεία, εξαιτίας των καθυστερήσεων στη λειτουργία των VLTs! Στην ίδια ανακοίνωση, επίσης, προανήγγειλε νομικές ενέργειες εναντίον του κράτους σχετικά με το θέμα της επιβολής του ειδικού τέλους, εγκαλώντας τις αρμόδιες αρχές ότι με την επιβολή του συνίσταται «διακριτική μεταχείριση σε βάρος της εταιρείας (σ.σ.: ΟΠΑΠ) και σε όφελος άλλων παρόχων τυχερών παιγνίων στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων μη-αδειοδοτημένων και μη-εποπτευόμενων στην Ελλάδα διαδικτυακών παρόχων».
Η σύμπτωση απόψεων που εντοπίζει κανείς ανάμεσα στις βουλευτικές
ερωτήσεις και την ανακοίνωση του ΟΠΑΠ προκαλεί σοβαρά ερωτήματα:
Πώς γίνεται τη στιγμή κατά την οποία μια ιδιωτική εταιρεία απαιτεί
τεράστιες αποζημιώσεις και ανακοινώνει ότι θα σύρει στα δικαστήρια το
ελληνικό δημόσιο, κάποιοι βουλευτές να ξεπερνούν τις «απειλές» των
ιδιωτών και να ασχολούνται μόνο με τους κυβερνητικούς χειρισμούς;
Πώς εξηγείται το φαινόμενο οι βουλευτικές ερωτήσεις να ταυτίζονται τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον χρόνο κατάθεσής τους;
Γιατί άραγε βουλευτές καταθέτουν μια σειρά από ερωτήσεις που αφορούν τα
«θιγόμενα» συμφέροντα της ιδιωτικής εταιρείας και όχι το αντίθετο; Γιατί
δεν έκαναν ερώτηση απαιτώντας π.χ. μην
είναι δίπλα σε σχολεία ή θέτοντας το ερώτημα εάν πρέπει όσοι ανοίξουν
τέτοια καταστήματτα καταστήματα με «φρουτάκια» να να έχουν λευκό ποινικό μητρώο;
Ενίσταται γιατί δεν έγινε η Ελλάδα «φρουτοπία»
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Τον χορό των ερωτήσεων που
αφορούν τον ΟΠΑΠ άνοιξε πρώτος ο τέως βουλευτής των ΑΝΕΛ Νίκος
Νικολόπουλος. Ο πατρινός βουλευτής, στις 30 Οκτωβρίου 2015, ενώ ήταν
ακόμα μέλος της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κατέθεσε ερώτηση προς τους
υπουργούς Ευκλείδη Τσακαλώτο και Γιώργο Σταθάκη, και αργότερα προς τον
ίδιο τον πρωθυπουργό, με την οποία ζητούσε εξηγήσεις για το πάγωμα της
επένδυσης των παιγνιομηχανών VLTs του ΟΠΑΠ.
Βασίζοντας το κείμενο της ερώτησής του σε δημοσίευμα «της έγκριτης
οικονομικής εφημερίδας “Deal”», ο κ. Νικολόπουλος ισχυριζόταν ότι με την
απόφαση της κυβέρνησης θα καταγραφεί ζημιά στα κρατικά έσοδα και σε
εκατοντάδες πράκτορες, ξεχνώντας (;) πως όταν είχαν δοθεί οι σχετικές
άδειες στον ΟΠΑΠ, ΑΝΕΛ και ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν από τη θέση της
αντιπολίτευσης για σκάνδαλο. Τώρα ο ίδιος άνθρωπος διερρήγνυε τα ιμάτιά
του για την απώλεια των εσόδων στα κρατικά ταμεία.
Για τον κ. Νικολόπουλο πλέον προέχουν… τα έσοδα του κράτους από τους
μεγάλους τζίρους του ΟΠΑΠ, αδιαφορώντας για την οικονομική καταστροφή
που θα προκαλούνταν σε χιλιάδες νοικοκυριά από τη μετατροπή της χώρας σε
ένα απέραντο καζίνο.
Αυτός ο «καημός», λοιπόν, τον οδήγησε να απαιτήσει εξηγήσεις για τους
λόγους που ο τότε επικεφαλής της Επιτροπής Ελέγχου και Εποπτείας
Παιγνίων (ΕΕΕΠ) «κ. Στεργιώτης αποφάσισε να αλλάξει στο παρά πέντε τον
κανονισμό λειτουργίας». Απαιτούσε, μάλιστα, να καταρτιστεί
χρονοδιάγραμμα από την κυβέρνηση ώστε να προχωρήσει η επένδυση.
Στην ερώτησή του άφηνε αιχμές για τον επικεφαλής της ΕΕΕΠ και ρωτούσε:
«Σύμφωνα με τον κ. Στεργιώτη αυτό έγινε για να προστατεύσει το κοινωνικό
σύνολο από τον “εθισμό” και κατ’ εφαρμογή της νέα κοινοτικής οδηγίας
για “αυστηροποίηση των κανόνων στα τυχερά παιχνίδια”. Πώς είναι δυνατόν
να είχε προβλέψει κάτι τέτοιο, αφού άλλαξε τον κανονισμό από τον Ιούλιο;
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της EEEΠ, να υποθέσουμε, με ό,τι σημαίνει αυτό,
ότι ο προηγούμενος κανονισμός επί προεδρίας κ. Γιαννακόπουλου άφηνε
απροστάτευτη την κοινωνία;» Συνεχίζοντας αναρωτιόταν ο κ. Νικολόπουλος
(θιασώτης υποτίθεται της «χριστιανικής ηθικής» που από όσο θυμόμαστε δεν
περιλαμβάνει τον τζόγο): «Αληθεύει το γεγονός ότι αν τα νόμιμα
“φρουτάκια” έμπαιναν μπροστά και ρόλαραν θα έφερναν στο κρατικό ταμείο
τα 35 εκατ. φέτος –όπως γράφεται στον προϋπολογισμό–, ότι θα φέρουν
226,8 εκατ. το 2016;» και πρόσθετε: «Πότε θα ξεκαθαρίσει οριστικά το
ζήτημα αυτό, έτσι ώστε οι πράκτορες VLTs του ΟΠΑΠ να μη μένουν
ξεκρέμαστοι κινδυνεύοντας με οικονομική καταστροφή;»
Καταιγισμός ερωτήσεων για το ειδικό τέλος στις στήλες του ΟΠΑΠ
Θέμα κοινοβουλευτικού ελέγχου αποτέλεσε και η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει τέλος 0,05 του ευρώ στις στήλες του ΟΠΑΠ.
Στις 2 Δεκεμβρίου 2015, ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Βασίλης Κόκκαλης και ο
βουλευτής της ΝΔ Λευτέρης Αυγενάκης κατέθεσαν ερωτήσεις προς τους
υπουργούς Τσακαλώτο και Σταθάκη, οι οποίες αφορούσαν την επιβολή του
τέλους στα παιχνίδια του ΟΠΑΠ.
Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση του ΟΠΑΠ, στις 26 Νοεμβρίου, που προανήγγειλε «νομικές ενέργειες» εναντίον του Δημοσίου για το θέμα.
Ο βουλευτής Λάρισας των ΑΝΕΛ ρωτούσε συγκεκριμένα: «Ήδη έχει ανακοινωθεί
ότι τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ θα κλείσουν από 1-1-2016, όταν και θα
εφαρμοστεί το ειδικό αυτό τέλος. Είναι στις προθέσεις του υπουργού η
αναζήτηση άλλων ισοδύναμων (όπως π.χ. επιβολή επιπλέον ειδικού τέλους
στον καπνό ή/και στα ποτά κ.ά.) προκειμένου να μη διαταραχθεί η ζωή
χιλιάδων πρακτόρων του OΠΑΠ και των οικογενειών τους; Έχουν ληφθεί υπόψη
οι παρενέργειες που θα προκληθούν στην πρακτική λειτουργία των
πρακτορείων του OΠΑΠ από την επιβολή του εν λόγω ειδικού τέλους, το
οποίο, προφανώς, λόγω αυτών των παρενεργειών, δεν θα πετύχει τον στόχο
για το οποίο επιβλήθηκε και αντιθέτως ίσως φέρει σε απόγνωση τους
χιλιάδες πράκτορες του OΠΑΠ ανά την Ελλάδα;»
Με λίγα λόγια, ο κ. Κόκκαλης καλούσε τους υπουργούς να επιβάλουν τον
φόρο σε κάποιο άλλο προϊόν ευρείας κατανάλωσης και όχι στον «τζόγο» που
διευθύνει ο ΟΠΑΠ, γιατί, όπως ισχυριζόταν, θα «διαταρασσόταν η ζωή των
πρακτόρων»! Προφανώς, θεωρεί ότι π.χ. δεν θα πλήττονταν οι αγρότες που
καλλιεργούν καπνό, οι καπνέμποροι ή οι εταιρείες ποτών και άλλα
επαγγέλματα που αφορούν προϊόντα που θα έπρεπε να αυξηθεί το κόστος
τους.
Μπαράζ ερωτήσεων και για τους «παράνομους» ανταγωνιστές του ΟΠΑΠ
Στο ίδιο μήκος κύματος είχε κινηθεί και ο Λ. Αυγενάκης, ο οποίος
αναρωτήθηκε ποιος θα πληρώσει το κόστος στην περίπτωση που ευδοκιμήσουν
οι προσφυγές που είχε καταθέσει ο ΟΠΑΠ κατά του Ελληνικού Δημοσίου για
την επιβολή του τέλους.
Μάλιστα ο κ. Αυγενάκης είχε συνδέσει την επιβολή του τέλους με την
αδυναμία της κυβέρνησης να ελέγξει τον παράνομο τζόγο. «Η κυβέρνηση,
αντί να στρέψει την προσοχή της στην καταπολέμηση της παράνομης
δραστηριότητας, προχωρά στην επιβολή άλλων, νέων φόρων σε νόμιμες
δραστηριότητες αφήνοντας ανεξέλεγκτα να γιγαντώνεται ο παράνομος τζόγος,
που σπάει ρεκόρ εισπράξεων, με την επιπλέον φορολόγηση που επιβάλλει η
κυβέρνηση στον νόμιμο τζόγο με την επιβολή του ειδικού τέλους (0,05 του
ευρώ) ανά στήλη στα παιχνίδια του ΟΠΑΠ».
Μάλιστα, ο ίδιος προέβλεπε ότι από την επιβολή του τέλους θα χαθούν
«εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για τα κρατικά ταμεία» και «θα υπάρξουν
ανυπολόγιστες επιπτώσεις από τον εθισμό σε χώρους παρανομίας που
λειτουργούν ανενόχλητα, χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό και έλεγχο»!
Ερώτηση προς τους υπουργός Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης
σχετικά με τον παράνομο τζόγο είχαν καταθέσει στις 10 Δεκεμβρίου 2015
και οι βουλευτές του Ποταμιού Γιώργος Αμυράς και Χάρης Θεοχάρης.
Οι βουλευτές, αφού εκτιμούσαν ότι ο παράνομος τζόγος έχει τζίρο 6 δισ.
ευρώ ετησίως, κατηγορούσαν τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ότι κλείνει
επιδεικτικά τα μάτια, ενώ ζητούσαν να μάθουν: «Ποια ήταν τα αποτελέσματα
των ελέγχων της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ) για τα
παράνομα τυχερά παιχνίδια καθώς και το ύψος των προστίμων που έχουν
καταλογιστεί κατά το 2015;»
Μάλιστα, κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι «δεν παρουσιάζει καμία βούληση ή
κάποια πρωτοβουλία για να πολεμήσει τον αθέμιτο ανταγωνισμό από τα
παράνομα τυχερά παίγνια εις βάρος, τόσο του κοινωνικού συνόλου εν γένει,
όσο και των 4.500 πρακτόρων του ΟΠΑΠ»…
Επίκαιρη ερώτηση για το θέμα κατέθεσε στις 15 Δεκεμβρίου 2015 και ο
βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξανδρος Τριαναταφυλλίδης, η οποία συζητήθηκε
στις 7 Ιανουαρίου στη Βουλή. Σε αυτήν καλούσε την κυβέρνηση να λάβει
μέτρα «για την πάταξη του παράνομου τζόγου και του ηλεκτρονικού
στοιχήματος ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, ώστε να εισφέρει έσοδα στο
Δημόσιο Ταμείο».
Ούτε ένας από τους προαναφερθέντες βουλευτές δεν μπήκε στον κόπο να
διερωτηθεί −και άρα να καταθέσει σχετική ερώτηση στη Βουλή− γιατί ο ΟΠΑΠ
έχει προσφύγει στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια, ώστε να εξασφαλίσει
«μονοπωλιακή» δράση στον τζόγο στην Ελλάδα έναντι των διαδικτυακών
ανταγωνιστών, αλλά και εταιρειών που θέλησαν να αναπτύξουν αλυσίδες
πρακτορείων στη χώρα;
Κοινώς, έχουμε να κάνουμε με ερωτήσεις που δεν αποσκοπούν στην ανάδειξη
του δημόσιου συμφέροντος αλλά στην εξυπηρέτηση μια ιδιωτικής εταιρείας
που προσπαθεί, παρά τους πολύ ευνοϊκούς όρους των συμβάσεων που έχει με
το δημόσιο, να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα κέρδη της, ξεκινώντας από το
να απαλλαγεί από τον ενοχλητικό επικεφαλής της ΕΕΕΠ. Μιας εταιρείας που
έχει τους όρους να διεκδικήσει και να απαιτήσει πολιτική επιρροή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου