Η πρακτική πείρα των παλιών λέει ότι τα κόμματα της
«μικρής» αντιπολίτευσης διοικούνται από την Κεντρική Επιτροπή, τα
κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης από την Κοινοβουλευτική Ομάδα και
τα κόμματα εξουσίας από τον πρωθυπουργό και τους περί αυτόν.
Τουλάχιστον το τελευταίο οχτάμηνο, στην πραγματικότητα όμως ήδη από το
συνέδριο του 2013, ο ΣΥΡΙΖΑ διοικήθηκε ως κόμμα εξουσίας, με την
περίφημη «Αίγινα» να τροφοδοτεί συχνά-πυκνά το
πενάκι σκιτσογράφων μεγάλων εφημερίδων.
Κι επειδή έτσι διοικήθηκε, η
διάσπαση του κόμματος ξεκίνησε από την Κεντρική Επιτροπή, προχώρησε στην
Κοινοβουλευτική Ομάδα με την Αριστερή Πλατφόρμα, για να συμπεριλάβει εν
τέλει τμήματα της προεδρικής πλειοψηφίας, είτε αυτά ακολούθησαν την ΛΑΕ
είτε όχι. Όσο κι αν μετά την Κυριακή όλα αυτά ανήκουν στην ιστορία,
είναι ακριβώς αυτά που προδιαγράφουν και τη συνέχεια: αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι
πια κόμμα του πρωθυπουργού και προέδρου του, είναι ακριβώς ο Αλέξης
Τσίπρας που κυρίως πιστώνεται τη νίκη της Κυριακής – όχι δηλαδή το
«κόμμα ΣΥΡΙΖΑ», που σχεδόν εξαφανίστηκε στην προεκλογική περίοδο. Κι αν ο
Αλέξης Τσίπρας είναι ο μεγάλος νικητής, εύλογα είναι αυτός που μοιράζει
και την πίτα, κρατώντας κομμάτι για τους άρτι αφιχθέντες, όπως ο Μάρκος
Μπόλαρης ή η Θεοδώρα Τζάκρη.
Η εξαφάνιση
Ο Τσίπρας λοιπόν – όχι ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα κόμματα, βλέπετε, δεν είναι μόνο το brand name και ο επικεφαλής τους:
είναι η θέση που παίρνουν στα μείζονα διακυβεύματα, το πρόγραμμά τους,
οι οργανώσεις και ο συνολικός εσωκομματικός συσχετισμός, η σχέση τους με
τα άλλα κόμματα, το κράτος και τις υπερεθνικές εξουσίες. Τι λένε αυτά
στη δική μας περίπτωση; Το πρωθυπουργικό επιτελείο κατάφερε να πείσει
την πλειοψηφία των ψηφοφόρων ότι το μνημόνιο/αντιμνημόνιο έπαψε
νάναι αιτία καυγά, επέβαλε την τρίτη «συμφωνία» ως πρόγραμμα του
κόμματος, και απαγορεύοντάς του το συνέδριο, άφησε στις αποψιλωμένες
κομματικές οργανώσεις τη διεκπεραίωση της εκλογικής καμπάνιας.
Τα κόμματα είναι βέβαια και οι κοινωνικοί τους
δεσμοί, οι εκπροσωπήσεις τους. Και δεν υπάρχει αξιόπιστη αποτίμηση του
αποτελέσματος της Κυριακής, αν αυτή παραβλέπει την επιβεβαίωση των
δεσμών του «νέου ΣΥΡΙΖΑ» με τα λαϊκά στρώματα που το κόμμα εκπροσωπεί
από το 2012. Διατηρώντας όμως εν πολλοίς τις εκπροσωπήσεις αυτές, και
μάλιστα παρά την ευρείας έκτασης εκκαθάριση των διαφωνούντων, ο Αλέξης
Τσίπρας μπορεί να αξιοποιεί τον εσωτερικό συσχετισμό υπέρ του ως
κεφάλαιο για την υλοποίηση του τρίτου «προγράμματος», εγγυώμενος την
εξάλειψη του συστημικού κινδύνου: την περίφημη «σταθερότητα».
Μια σύγκριση με τα του Ιανουαρίου αρκεί. Αν ήμασταν
ακόμα εκεί, αν δηλαδή ο συστημικός κίνδυνος για τον ευρωπαϊκό
νεοφιλελευθερισμό δεν είχε εκλείψει, η προεκλογική περίοδος θα
χαρακτηρίζονταν και πάλι από τις κυνικές παρεμβάσεις ευρωπαίων
αξιωματούχων: αυτή τη φορά, ωστόσο, οι λαλίστατοι χαρτογιακάδες σε
Βρυξέλλες και Βερολίνο τήρησαν αιδήμονα σιγή, σημειώνοντας εκ των
υστέρων τη νίκη των φιλοευρωπαϊκών (sic) δυνάμεων. Αν ήταν ακόμα Γενάρης, η γερμανική συντηρητική Welt δεν
θα προέβλεπε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει ντε φάκτο ένα σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα, [γεγονός που] θα σταθεροποιήσει την ασταθή ελληνική πολιτική
σκηνή». Κι αν δεν ήταν έτσι, η υποδειγματική καμπάνια «A Flight For Democracy», που
τον Ιανουάριο έφερνε στην Ελλάδα πολλά απ' τα παιδιά που ψάχνουν
καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, δεν θα είχε εξαφανιστεί από το Διαδίκτυο.
Σε αντίθεση ωστόσο με τη δυναμική εκείνων των ημερών, ο κόσμος που
ψηφίζει σήμερα ΣΥΡΙΖΑ επιχειρηματολογεί με άλλους όρους: υπέρ της
«διακυβέρνησης της χώρας», υπέρ του «καλύτερου/λιγότερο κακού
διαχειριστή» - σε κάθε περίπτωση πάντως όχι με όρους κοινωνικούς, όχι με
βάση ανταγωνισμούς και συγκρούσεις ενδεχομένως (sic) ταξικές.
Υπό την αιγίδα του τρίτου μνημονίου, η μόνη «ταξική» προοπτική είναι η
υπαγωγή των εργαζόμενων τάξεων στη μνημονιακή συναίνεση, με αντάλλαγμα
την υπόσχεση για λιγότερο αυταρχισμό, και μαζί ένα κάποιο δίχτυ
περιορισμού της ακραίας φτώχειας.
Η ήττα
Ο νέος ΣΥΡΙΖΑ είναι η στενάχωρη υπενθύμιση ότι δεν
μπορείς να μπεις δύο φορές μέσα στο ίδιο ποτάμι. Η ευρεία νίκη επί της
ΝΔ, η νέα κυβερνητική συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛ και οι πανηγυρισμοί των
ξένων αντιπροσωπειών στο εκλογικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά θυμίζουν
Γενάρη. Το ημερολόγιο, ωστόσο, δείχνει αμετάκλητα Σεπτέμβριο: τη
μετάβαση, από τις Αλκυονίδες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στο φθινόπωρο
της αρνητικής ηγεμονίας: στην εποχή που η νίκη δεν διεκδικείται με βάση
μια πειστική πρόταση στα μείζονα της πολιτικής, αλλά κερδίζεται γιατί η
πρόταση του αντιπάλου είναι λιγότερο πειστική. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος
που ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα νίκησε τη ΝΔ του Μεϊμαράκη, ενώ κανενός η
προεκλογική καμπάνια δεν πρόβαλε οραματικά στοιχεία, δεν προκάλεσε πάθη,
ούτε κινητοποίησε όπως το Γενάρη ή στο δημοψήφισμα.
Όταν όμως το βασικό σου πλεονέκτημα είναι τα
μειονεκτήματα των αντιπάλων σου, το πράγμα δεν μπορεί να πάει μακριά –
και η ήττα της Λαϊκής Ενότητας αυτό ακριβώς αποδεικνύει. Η κίνηση του
Παναγιώτη Λαφαζάνη, αν και η μόνη δυνητική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση
στο τρίτο Μνημόνιο, παραγνώρισε ότι ακόμα είναι φθινόπωρο: ότι η
συνθηκολόγηση του Ιουλίου αποτέλεσε ήττα της στρατηγικής για ολόκληρη
την Αριστερά στην Ευρώπη, ακόμα κι αν κάποιοι διαφωνούσαν στα σημεία ή
εν συνόλω.
Τι έχασε
Εξαντλώντας λοιπόν τις απαντήσεις για την αναγκαία
ανασύνταξη της Αριστεράς στο εθνικό νόμισμα, αμφισβητώντας δηλαδή τη
Μεγάλη Ιδέα της ελληνικής αστικής τάξης, όχι όμως και την ιδεολογική
ηγεμονία αυτής της τελευταίας (άκουσε κανείς τίποτα για τον ελληνικό
καπιταλισμό, τα αφεντικά, τους πλούσιους, τα κέρδη, το είδος της
ανάπτυξης που συνδέθηκε με το ευρώ;), η ΛΑΕ αρκέστηκε στην υποδοχή της
διαμαρτυρίας για το τρίτο μνημόνιο, συνδέοντας μηχανιστικά με αυτό τα
πάντα, και υποστηρίζοντας τη μονοθεματική ρητορική της με προσωπικότητες
από το φθαρμένο αριστερό σταρ σύστεμ, σε βάρος των οργανωμένων
συλλογικοτήτων που συνέπραξαν μαζί της.
Από τη σχετικοποίηση και την αποδαιμονοποίηση (sic) του
Μνημονίου, στην οποία επιδόθηκε το πρωθυπουργικό επιτελείο, πήγαμε έτσι
στο άλλο άκρο: στο να εξηγούνται με βάση το τρίτο Μνημόνιο τα πάντα –
από την εξωτερική πολιτική και το προσφυγικό, μέχρι την παιδεία και τη
δημόσια διοίκηση. Κάπως έτσι, δεν μάθαμε ποτέ την άποψη της Λαϊκής
Ενότητας για την εξόρυξη στις Σκουριές, δεν καταλάβαμε τη διαφορά της
από το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και το κυριότερο: με το επιχείρημα του
ελάχιστου χρόνου (είτε της προεκλογικής περιόδου συνολικά, είτε του
ντιμπέιτ ειδικότερα), δεν μάθαμε σε τι ακριβώς συνίσταται το περίφημο
«εναλλακτικό σχέδιο».
Το να μην έχεις εναλλακτικό σχέδιο προς
το μνημόνιο, δεν σημαίνει νομοτελειακά να το εφαρμόσεις, ή πολύ
περισσότερο, να κάνεις ορίζοντα της πολιτικής σου την παραμονή άνευ όρων
στην Ευρωζώνη. Το να μην έχεις, όμως, μια στρατηγική πέρα από την
αναγκαία αντίσταση, και αντ' αυτού να μένεις στην αποδόμηση του (ενός)
αντιπάλου, είναι κάτι πολύ διαφορετικό.
Η αποκάλυψη της μνημονιακής
προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ο ετεροπροσδιορισμός, δεν μπορεί να είναι
ορίζοντας μιας Αριστεράς που κατάλαβε τι συνέβη το τελευταίο 8μηνο: την
ταύτιση του ευρώ με τη μνημονιακή λιτότητα, τον υπαρξιακό δεσμό της
ελληνικής αστικής τάξης με την Ευρωζώνη, την ανάγκη των διεθνών
συμμαχιών. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι μια μέθοδος για να κλονιστεί
η πολιτική σταθερότητα, αν αυτή σημαίνει εφαρμογή ενός αντικοινωνικού
προγράμματος, κι αυτό ξεπερνά κατά πολύ την πολιτική της καταγγελίας.
Στο βαθμό που το ανεφάρμοστο του προγράμματος και η επαναφορά της
απειλής του Grexit από
συστημικούς κύκλους θα αυξάνουν τις εξωφρενικές απαιτήσεις των
δανειστών, μια νέα πολιτική κρίση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να
αποκλειστεί στο εγγύς μέλλον. Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, η υπόθεση
του εναλλακτικού δρόμου ξαναμπαίνει στην ημερήσια διάταξη. Και το
θέμα είναι ποιοι θα την επωμιστούν.
ΠΗΓΗ: REDNotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου