Ανεβήκαμε στο λόφο χτες και μας είδαν οι άγιοι στα ξωκκλήσια κι έβαλαν
το χεράκι τους. Ξεγέλασαν το δράκο μαζί με τα σύννεφα και του ‘κλεψαν τ’
αθάνατο νερό και μας ράντισαν μετά 40 μέρες παρακάλια και δεήσεις εδώ
στο νησί με ύδωρ ζων αγιασμού. Έπεσαν κεραυνοί εδώ κοντά, φοβηθήκαμε
λίγο, ήταν οι φωνές του δράκου που ξύπνησε και μας χτύπαγε μ’
αστροπελέκια στη θάλασσα. Λάλον ύδωρ της Πυθίας, νερό ιαματικό
της Ειλειθυίας, νερό σωτήριο μιας όασης στην έρημο, νερό που θα γίνει
κρασί σε κάποιο γάμο.
Είναι λοιπόν που έβρεξε, γι’ αυτό σου έγραψα, για ν’ ακούσεις στη φαντασία σου τη βροχή να πέφτει, να ‘ρθουν στη μνήμη σου μικροί χείμαρροι του δρόμου, να μην ηχεί άλλο τίποτα παρά χαριεντίσματα ρυακιών, κραυγές χαράς από ξαφνικές νεροτσουλήθρες, παρασυρμένα όλα σ’ αυτό το απίστευτο θαύμα. Είναι που βρέχει και η αγάπη μου πάλι για σένα μεγάλωσε και με τυλίγουν ξανά τα σύννεφα και ξανά η ζάλη σου. Αν περίμενα κάτι, αυτό το ταπεινό ήταν, να βρέξει, να έρθει ως μάννα λίγο νερό, να κατέβει πιο χαμηλά ο ουρανός, να πάρει το χρώμα της απόφασης, να ανοίξει τους ασκούς και ν’ αφήσει το νερό που κρατά ως δωρεά ζωής. Να ακουστεί η λαχτάρα της γης που δίψασε και ρουφά άπληστα τώρα και ανασταίνεται. Παραδοθήκαμε τόσο στη φύση που η ψυχή μας έγινε χώμα ζωντανό και γυρεύει νερό για να ζήσει.
Κι έπειτα είναι η μουσική που ζητά τη βροχή. «Είναι η ώρα που κλείνουν τα παράθυρα//που η μικρή κόρη της σελήνης//περνάει ανάμεσα από το φεγγίτη//πάνω στα νερά της μουσικής». Είναι οι αοιδοί που κυκλοφορούν ζώντες και τεθνεώτες. «Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών». Είναι τα μάτια της αγάπης μας και το παράπονο που μουρμουρίζει κι αυτό σαν μικρή βροχή. «Απ’ τα γλυκά σου μάτια βγαίνει αθάνατο νερό//Ψες σου γύρεψα λιγάκι και δε μου ‘δωσες να πιω». Είναι ο πλούτος που αναζητήσαμε οι φτωχοί. «Κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα//Παρά βρύσες κρύες να τρέχουν//Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά». Κάποιο αυτί πρέπει να μας ακούσει, κάποια ψυχή να συγκινηθεί και να στέρξει, ώστε να σηκωθούμε, να αναθαρρήσουμε και να συνεχίσουμε. Τέλος είναι το νερό που μας έκανε συγγενείς και μας φέρνει κοντά και μας αγγίζει. «Κράτησα τη ζωή μου μαζί του γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει».
-----------------------------------------
Τα σε εισαγωγικά είναι από αλλού. Με τη σειρά απ’ τον Τ. Βαρβιτσιώτη, απ’ το Σεφέρη, απ’ τον Βαμβακάρη, απ’ τον Ελύτη και παλι απ’ τον Σεφέρη.
Είναι λοιπόν που έβρεξε, γι’ αυτό σου έγραψα, για ν’ ακούσεις στη φαντασία σου τη βροχή να πέφτει, να ‘ρθουν στη μνήμη σου μικροί χείμαρροι του δρόμου, να μην ηχεί άλλο τίποτα παρά χαριεντίσματα ρυακιών, κραυγές χαράς από ξαφνικές νεροτσουλήθρες, παρασυρμένα όλα σ’ αυτό το απίστευτο θαύμα. Είναι που βρέχει και η αγάπη μου πάλι για σένα μεγάλωσε και με τυλίγουν ξανά τα σύννεφα και ξανά η ζάλη σου. Αν περίμενα κάτι, αυτό το ταπεινό ήταν, να βρέξει, να έρθει ως μάννα λίγο νερό, να κατέβει πιο χαμηλά ο ουρανός, να πάρει το χρώμα της απόφασης, να ανοίξει τους ασκούς και ν’ αφήσει το νερό που κρατά ως δωρεά ζωής. Να ακουστεί η λαχτάρα της γης που δίψασε και ρουφά άπληστα τώρα και ανασταίνεται. Παραδοθήκαμε τόσο στη φύση που η ψυχή μας έγινε χώμα ζωντανό και γυρεύει νερό για να ζήσει.
Κι έπειτα είναι η μουσική που ζητά τη βροχή. «Είναι η ώρα που κλείνουν τα παράθυρα//που η μικρή κόρη της σελήνης//περνάει ανάμεσα από το φεγγίτη//πάνω στα νερά της μουσικής». Είναι οι αοιδοί που κυκλοφορούν ζώντες και τεθνεώτες. «Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών». Είναι τα μάτια της αγάπης μας και το παράπονο που μουρμουρίζει κι αυτό σαν μικρή βροχή. «Απ’ τα γλυκά σου μάτια βγαίνει αθάνατο νερό//Ψες σου γύρεψα λιγάκι και δε μου ‘δωσες να πιω». Είναι ο πλούτος που αναζητήσαμε οι φτωχοί. «Κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα//Παρά βρύσες κρύες να τρέχουν//Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά». Κάποιο αυτί πρέπει να μας ακούσει, κάποια ψυχή να συγκινηθεί και να στέρξει, ώστε να σηκωθούμε, να αναθαρρήσουμε και να συνεχίσουμε. Τέλος είναι το νερό που μας έκανε συγγενείς και μας φέρνει κοντά και μας αγγίζει. «Κράτησα τη ζωή μου μαζί του γυρεύοντας το νερό που σ’ αγγίζει».
-----------------------------------------
Τα σε εισαγωγικά είναι από αλλού. Με τη σειρά απ’ τον Τ. Βαρβιτσιώτη, απ’ το Σεφέρη, απ’ τον Βαμβακάρη, απ’ τον Ελύτη και παλι απ’ τον Σεφέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου