Οι άνθρωποι ταλαιπωρούνται. Οι άνθρωποι βρέχονται και η κάθε σταγόνα της βροχής είναι φτιαγμένη από μολύβι και η νύχτα υπό βροχή είναι φτιαγμένη από το βαρύ ύδωρ της απελπισίας. Οι άνθρωποι ουρλιάζουν και το ουρλιαχτό τους αγκυλώνεται από τα συρματοπλέγματα των συνόρων και το ουρλιαχτό τους σβήνει μέσα στο λαρύγγι ενός αποσβολωμένου παιδιού που μόλις χτυπήθηκε από μια σφαίρα πλαστική, υπάκουη στην προστασία των τραπεζών ενώ νομίζει ότι προστατεύει την πατρίδα. Ψέματα.
Εκεί όπου διαφεντεύουν οι τράπεζες, δεν υπάρχουν πατρίδες. Εκεί όπου υψώνονται τείχη για να μην περάσουν οι κατατρεγμένοι, δεν υπάρχει, δεν υφίσταται η ενδοχώρα της κοινής υπόστασης από την οποία υποτίθεται ότι εκπηγάζει η ιδέα ενός συγκροτημένου εθνικού κράτους. Οι άνθρωποι κόβονται στα δύο από τις γραμμές των συνόρων και βουλιάζουν μέσα στη λάσπη που βαραίνει το μυαλό και την ψυχή τους. Και κόβονται γρήγορα. Όχι στα δυο, αλλά σε πολλά κομμάτια. Αλλού τα χέρια για το ψωμί. Αλλού τα πόδια για να προλάβεις. Αλλού το μυαλό, αυτό το μυαλό που σφαγιάζεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Πότε για να συμμαζέψεις τη σκέψη σου, πότε για να θυμηθείς πως είσαι άνθρωπος, πότε για να κοιτάξεις τα ερείπια της ζωής σου, πότε για να μετρήσεις τον εαυτό σου μέσα στον ορυμαγδό μιας καθημερινής ολοκληρωτικής καταστροφής ή για να αναμετρηθείς με τον έξω και τον μέσα θρήνο, πότε για να λυγίσεις γιατί ένα μυαλό δεν είναι αρκετό.
Ξεφεύγει το μυαλό από ένα κορμί απίστευτα κουρασμένο. Αυτή είναι η τραγωδία: το ρημαγμένο μυαλό, μέσα στο ρημαγμένο κορμί. Και γύρω ένας ουρανός χωρίς μέλλον κι ένα έδαφος φτιαγμένο από λάσπη. Όχι έδαφος που έγινε λάσπη∙ έδαφος φτιαγμένο από λάσπη. Δηλαδή ένα έδαφος χωρίς παρελθόν. Και να βουλιάζεις εκεί μέσα. Και να γεννάς τα παιδιά σου μέσα στη λάσπη. Και να γεννάς τα παιδιά σου μέσα στον εφιάλτη μιας γης τεμαχισμένης, μιας γης που αμολάει κατά πάνω σου τα λυσσασμένα σκυλιά που προστατεύουν το ανυπόστατο: την ιδιοκτησία. Για να διαμελίσουν τη μόνη αληθινή ιδιοκτησία. Την ιδιοκτησία του εαυτού σου και την ελευθερία να διατίθεσαι. Προ παντός σε συνθήκες που η ελευθερία συνθλίβεται οικτρά και γίνεται όνειδος χειριστικό τη ύπαρξης.
Οι άνθρωποι λοιπόν δέρνονται από τα συρματοπλέγματα των αριθμών. Γιατί εκεί οι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Είναι μονάχα αριθμοί. Και ο θρήνος τους είναι μετοχή που μπορεί να ρίξει ή να ανεβάσει το ανοικονόμητο οικονομείν της φρίκης. Αυτό που λέγεται κέρδος. Το κέρδος που προκύπτει από το κάθε πνιγμένο παιδί. Το κέρδος που προκύπτει από την κάθε φρυγμένη ψυχή. Οι άνθρωποι, που άλλοι τους λένε πρόσφυγες, άλλοι τους λένε μετανάστες, άλλοι τους λένε λαθρομετανάστες, άλλοι ξένους, οι άνθρωποι εν τέλει που είναι το εμπόρευμα μιας οικονομίας της φρίκης, η οποία ανταλλάσει το πραγματικό με το μη πραγματικό και το μετατρέπει σε υπεραξία καταστροφής της υφήλιας θνητότητας.
Όποιος δεν βλέπει το αίμα στο σπίτι του, κοιτάζοντας την τραγωδία των κυνηγημένων ανθρώπων, δεν βλέπει το αίμα να στάζει στο μέτωπο των παιδιών του. Δεν βλέπει τα ίχνη από λάσπη που αφήνουν τα πόδια του μέσα στο σπίτι. Δεν υπάρχει τίποτα απ’ έξω. Όλα είναι μέσα στο σπίτι. Όλα είναι μέσα στο παραμύθι που αφηγείσαι στο παιδί σου, καθώς βλέπεις τα ματάκια του να κλείνουν. Πρέπει να ξέρεις: το παιδί σου κοιμάται στην ίδια λάσπη με τα παιδάκια που κοιμούνται στη λάσπη της Ειδομένης. Το παιδί σου ονειρεύεται τα ίδια όνειρα με τα παιδάκια όπου γης. Το παιδί σου όμως δεν βλέπει τους ίδιους εφιάλτες με τα παιδιά που διαμελίζονται από την ταχύτητα του άμεσου κέρδους. Το παιδί σου δεν βλέπει τους ίδιους εφιάλτες με τα παιδιά στη Ραμάλα, στις φαβέλες, στα γυμνόστηθα ποτάμια της γης. Εσύ είσαι που πρέπει να δεις τους εφιάλτες όλων των παιδιών της γης, για να μην τους δει το παιδί σου.
Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι είδηση. Οι άνθρωποι είναι ποιήματα. Τα υπόλοιπα είναι απάνθρωπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου