
Στις 19 Μαΐου, 1919 με την αποβίβαση του Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα, άρχισε η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Περίπου 353.000 Έλληνες από τον μικρασιατικό Πόντο εξοντώθηκαν την περίοδο 1916-1923.
"Η πατρίδα – Απτουραχμανλί του Πόντου – «Τρύπα ανοιχτή στη μνήμη», πηγή και θρήνος, ο ξεριζωμός, η ξενιτιά, το βίωμα της ξενότητας, η μεταγωγή σ’ έναν τόπο που θεωρητικά τον έλεγαν πατρίδα και δεν ήταν καν μητρίδα. Ύστερα, τα «μισάδια» που το Εμείς του αγώνα για τη λευτεριά τα ανασήκωσε σε ζεϊμπέκικους χορούς ή, καλύτερα σε κύκλους τσάμικους, με μουσικές τα πολυβόλα του εκτελεστικού αποσπάσματος. Μετά η διαψευσμένη ελπίδα, η αλήθεια που γκρεμίζεται μαζί με το τείχος του Βερολίνου, η τρέλα και ο αυτοχειριασμός. Ακολουθεί η έκπτωση των ελπίδων και η πτώση στο κυνήγι της ανεύρετης ευτυχίας στα ράφια της κατανάλωσης. Τέλος, η απέραντη μοναξιά, η αποπροσωποποίηση.
Σε πέντε «στιγμές», 1923 (Μικρασιατική καταστροφή και ανταλλαγή των πληθυσμών), 1941 (Αντίσταση), 1989 (Πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού), 1998, 2004, μέσα από τέσσερις γενιές και το μεγεθυντικό φακός της γλώσσας, ο Π. Χατζημωυσιάδης ξεδιπλώνει την περιπέτεια του Νεοέλληνα-ανθρώπου. Οι λέξεις σκάβονται ως τη ρίζα τους για να βρεθούν η ουσία, η ιστορία και η αιτία των πραγμάτων και των συναισθημάτων: «Πόντος, ήγουν ανοιχτή θάλασσα. Ο Ιάσονας και ο άλλος με το φανάρι, ο Διογένης, ο Στράβωνας με τη Γεωγραφία. Αυτοκρατορία Τραπεζούντος. Οι Τούρκοι από κοντά, οι Τούρκοι από γύρω, οι Τούρκοι από παντού. Πεντακόσια χρόνια στο ζυγό. Θες θρησκεία, για πάλι θες γλώσσα; Το μακέλεμα απ’ το ’14 και δω. Τώρα ο ξεριζωμός. Όχι…, όχι ανοιχτή θάλασσα… Πρώτα ανοιχτή χαρά, ύστερα ανοιχτή πληγή, τώρα ανοιχτός θρήνος…». Ο Πόντος της χαράς, ο Πόντος του θρήνου, ο Πόντος των Ελλήνων, ο Πόντος – Οδύσσεια του Ομήρου και του Τζόις.
Η γραφή του Χατζημωυσιάδη είναι παραδοσιακή. Τουτέστιν, δεν είναι εκείνη η δήθεν μοντέρνα που παίρνει αποστάσεις από τα πράγματα και τους ανθρώπους, εξορίζοντας τη λογοτεχνία σε μια αποστειρωμένη και άψυχη αισθητική που έχει ακρωτηριασθεί από τις σχέσεις εξουσίας και το συσχετισμό δυνάμεων των συναισθημάτων. Η γλώσσα, ακολουθώντας τους δρόμους της ζωντανής λαλιάς, αποκτάει την πυκνότητά της, γίνεται συμβολική, συχνά μεταφορική, δηλαδή ποιητική και γι’ αυτό καθώς αφηγείται και περιγράφει, συγχρόνως κλαίει και κραυγάζει: «Τον άπατριν… Τον άπατριν. Τον άπατριν… Κόμπος δένεται στο λαιμό του. Σφίγγεται να κρατηθεί. Δυσκολεύεται να αναπνεύσει. … Βρε άι σιχτίρ! Άι σιχτίρ και η γραμματική σου και όλα σου. Λέγεται ο καημός κρυμμένος πίσω από ένα ν; Όχι, δεν λέγεται. Δεν λέγεται. Τον απάτριδα… Τον απάτριδα… Τον απάτριδα… Να ακούγεται το α, να λευτερώνεται ο λαιμός, να βγαίνει έξω η στενοχώρια. Δεν βαστιέται άλλο κλεισμένη μέσα». Ο εσωτερικός μονόλογος ως η παρέκβαση ενός παιχνιδιού με τις λέξεις. Η αφήγηση γίνεται ένα παιχνίδι με τις λέξεις. Εδώ δεν δικαιώνεται ο Μαλαρμέ που έλεγε «εμπρός να αλλάξουμε τις λέξεις», τη στιγμή που οι άλλοι έλεγαν «εμπρός ν’ αλλάξουμε τον κόσμο». Εδώ ο κόσμος αλλάζει και συγχρόνως αλλάζουν οι λέξεις.
Μ’ αυτές εξηγείς, μ’ αυτές καταλαβαίνεις, μ’ αυτές θρηνείς, μ’ αυτές ονοματίζεις το παλιό και το καινούργιο. Και όλα γίνονται ποίηση και, κάποτε, ο θάνατος νικιέται. Όχι, δεν γίνονται όλα χωρίς κανένα λόγο (Ελύτης). Ο ανάπηρος, αυτός που ζει μια μισή ζωή, βρίσκει το ακέριο του μπροστά στα πολυβόλα και το μεγαλείο του Εμείς: «Ένα με το χώμα να γίνω, να μοιραστώ στα ίσα τα αποδώ και πέρα με τους άλλους. Όχι… Όχι ξανά μισάδια»! Αλλά το Εμείς και η μεγάλη ελπίδα της μανικής αγάπης για τον Άλλον, ο σοσιαλισμός και η «ισότης», όλα εξέπεσαν κι έγιναν «κορόιδεμα». Οι άνθρωποι πνίγηκαν στα δάνεια, στην αγορά ελπίδας και την κατανάλωση μιας ανήξερης και δήθεν ευτυχισμένης ζωής. Και η μεγάλη στρατιά των «γυμνών νεκρών» σαν τις Ερινύες ζητούν λογαριασμό για την «ανάξια πλερωμή». Ακολουθεί μια νέα γενιά. Αυτή είναι μια γενιά που εξακολουθεί να είναι ξένη, αλλά αυτή τη φορά στον ίδιο τον τόπο της: «Από γεννησιμιού του Σαλονίκη και ακόμη ξένος. Δανεικός χώρος, για δανεική ζωή. Κλειδωμένη απ’ το μπετόν, ταγμένη στο τρέχα, θυμιασμένη απ’ το καυσαέριο. Είχε βρει μια φράση, που του άρεσε κιόλας: κατανάλωση χρόνου, έλεγε τη ζωή του (…)
Να πληθαίνει το απέξω και να φτωχαίνει το απομέσα, να κρεμιέται στ’ απέξω και να πεθαίνει με το απομέσα». Η ειρωνεία για το αυτοπαραμύθιασμα και το παραμύθιασμα των δήθεν αριστερών καυστικότατη (Πεταλούδα στο παρμπρίζ). Και η απαισιοδοξία έκδηλη. Οι νεοαριστεροί δεν αλλάζουν με τίποτε. Και τέλος η απέραντη μοναξιά. Η οικογένεια δεν υπάρχει, οι φίλοι δεν υπάρχουν, κανείς δεν υπάρχει και τότε ο ήρωας καταφεύγει στην προσωποποίηση των αντικειμένων, ώσπου γίνεται και ο ίδιος ένα αντικείμενο – ένα μολυβένιο στρατιωτάκι που έχει όνομα, ούτε καν μια μαριονέτα, όπως εκείνες του Μπέργκμαν που καμιά φορά έβρισκαν τον εαυτό τους στα μπορντέλα. Καθώς τελειώνω την ανάγνωση του βιβλίου, σκέφτομαι και θέλω να ελπίζω ότι η ανανέωση της ελληνικής λογοτεχνίας μπορεί να έρθει από τον εξόριστο από τα κυκλώματα της Αθήνας βορρά. Εκεί ζουν και γράφουν. Στην Αθήνα ή ζεις ή γράφεις – και τα δύο δεν γίνονται."
Γιώργος Χ. Παπασωτηρίου, 16 Απριλίου 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου