[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου /ARti news / 08.05.16 ]
Σαν σήμερα 8 Μαΐου του 1899 γεννήθηκε ο αυστριακός οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο ιδρυτής της θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού. Με αυτή την αφορμή αλλά και τη σημερινή οικονομική κρίση παρουσιάζουμε το βιβλίο Keynes - Hayek του Nicholas Wapshott (εκδόσεις W. W. Norton & ΣΙΑ).
Το βιβλίο αναφαίρεται στη σχέση Κέυνς και Χάγιεκ και στην αντιπαράθεση των ιδεών τους καθώς και στην εφαρμοσμένη πολιτική οικονομία του νεοφιλελευθερισμού κατά τη διάρκεια της θητείας του Ρ. Ρήγκαν στις ΗΠΑ και της Μ. Θάτσερ στη Βρετανία.
Ο Nicholas Wapshott εξέδωσε το βιβλίο Keynes - Hayek The Clash That Defined Modern Economics όπου αφηγείται την πνευματική σύγκρουση μεταξύ των δύο οικονομολόγων και περιγράφει τις διαφορετικές καταλήξεις που είχαν οι ιδέες τους στο επιστημονικό και το πολιτικό πεδίο. Ο Nicholas Wapshott δεν είναι οικονομολόγος, αλλά ένας εξαιρετικός δημοσιογράφος των επιχειρήσεων, στον οποίο οφείλουμε πολλές βιογραφίες πολιτικών προσώπων ( Margaret Thatcher και Ronald Reagan), ανθρώπων του κινηματογράφου (Peter O'Toole, Rex Harrison, Carol Reed ) κ.ά.
Μια σύνθετη και λεπτή πλούσια ιστορία
Ο Wapshott ασχολείται περισσότερο με τις συνέπειες που ο Κέυνς και ο Χάγιεκ έχουν εξάγει από τις σχετικές αναλύσεις τους με όρους πολιτικής οικονομίας και πολιτικής φιλοσοφίας παρά με τις τεχνικές λεπτομέρειες των θεωριών τους. Το βιβλίο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να τραβάει την προσοχή στο πρώτο μέρος που είναι αφιερωμένο στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο ανδρών, σε ένα επεισόδιο της ιστορίας της οικονομικής σκέψης οικείο αποκλειστικά στους ειδικούς. Γενικά, βοηθά να γνωρίσουμε περισσότερο την προσωπικότητα και τη ζωή του Hayek, ενός συγγραφέα λιγότερο γνωστού από τον Keynes, που κυριαρχεί στην ιστορία της οικονομίας του εικοστού αιώνα. Το ενδιαφέρον για τον αυστριακό στοχαστή άρχισε κατά τη δεκαετία του 1980, όταν άρχισε η επιβολή σε πλανητικό πεδίο των «νεοφιλελεύθερων» δογμάτων που εν μέρει εμπνέονται από το Χάγιεκ.
Εκ των προτέρων είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς δύο τόσο διαφορετικά πρόσωπα. Όταν ο Hayek συνάντησε Keynes στις αρχές του 1930, ο δεύτερος ήταν ήδη διάσημος και ευκατάστατος. Στην ηλικία των τριάντα έξι χρόνων απέκτησε διεθνή φήμη με τη δημοσίευση του φυλλαδίου του «οι οικονομικές συνέπειες της Ειρήνης», στο οποίο κατήγγειλε έντονα τα σκληρά μέτρα που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Συγκεκριμένα, άσκησε κριτική για το αφόρητα υψηλό επίπεδο των πολεμικών αποζημιώσεων που καταλογίστηκαν σε βάρος της ηττημένης χώρας, σημειώνοντας, σωστά, όπως τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν, τον κίνδυνο που ενέχει για την ειρήνη η επιβολή των εν λόγω κυρώσεων. Θεωρείται από όλους εκείνους που έχουν ασχοληθεί μαζί του ως το πιο έξυπνο άτομο που συνάντησαν στη ζωή τους («Ο Keynes είχε μία διάνοια τόσο καίρια και σαφή», έγραψε γι’ αυτόν ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ). Ο Keynes, αφού έγινε αστέρι, δίπλα σ’ αυτά των Βιρτζίνια Γουλφ, EM Forster και Strachey Litton, της μικρής ομάδας των διανοουμένων και των καλλιτεχνών με το αριστοκρατικό πνεύμα και τα ελεύθερα ήθη που έγινε γνωστή με το όνομα «Ομάδα του Bloomsbury», έγινε ο επίσημος σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης για τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Ετερόδοξος κληρονόμος της περίφημης οικονομικής σχολής του Cambridge, που αποπνέει σε όλους τους τομείς μία ασφάλεια που αγγίζει την αλαζονεία.
Ο Χάγιεκ είναι νεότερος κατά δέκα έξι χρόνια του Κέυνς και μιλά αγγλικά με αυστριακή προφορά που τον καθιστά σχεδόν ακατανόητο στους βρετανούς ακροατές του. Τρομερά τυπικός στις επαφές του, ο Hayek δεν είχε ούτε την εξουσία ούτε την ικανότητα της σαγήνης εκείνου που θα γινόταν ο απόλυτος αντίπαλός του. Παρά την έντονη πνευματική αντίθεση των Κέυνς και Χάγιεκ, ο σεβασμός τους ήταν αμοιβαίος. «Είναι ο μόνος πραγματικά σπουδαίος άνθρωπος που γνώρισα και για τον οποίο είχα απέραντο θαυμασμό», έγραψε ο Hayek για το θάνατο του Keynes. Με την πάροδο του χρόνου οι δύο άνδρες θα αναπτύξουν ακόμη και μια πραγματική φιλία. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το London School of Economics όπου δίδαξε έπρεπε να εκκενωθεί, ο Hayek κατέφυγε στο Cambridge. Ο Keynes επέμενε τότε ότι ο αντίπαλός του έπρεπε να στεγάζεται στις εγκαταστάσεις του Kings College. «Μοιραστήκαμε πολλά ενδιαφέροντα» θα σημειώσει αργότερα ο Hayek (ήταν και οι δύο βιβλιόφιλοι). Αλλά όταν «συναντιόμαστε, σταματούσαμε να μιλάμε για την οικονομία». Έγιναν, λοιπόν, καλοί φίλοι, ο Χάγιεκ, ο Κέυνς και η Lokopova, πρώην χορεύτρια στο θίασο του Ντιαγκίλεφ, την οποία ο Keynes θα παντρευτεί κατά γενική κατάπληξη, καθώς είχε συνάψει μία σειρά ομοφυλόφιλων δεσμών στα νιάτα του.
Οι Κέυνς και Χάγιεκ, όμως, δεν είχαν μοιραστεί μόνο την αγάπη των παλαιών βιβλίων. Στο βιβλίο «Qu’est-ce que le libéralisme?» η Catherine Audard συνοψίζει πολύ καλά τι τους έφερε κοντά επιστημολογικά. «Και οι δύο επέκριναν την μαθηματικοποίηση της οικονομίας, που κατείχε δεσπόζουσα θέση στη νεοκλασική σχολή, αλλά την οποία η Αυστριακή Σχολή απαξίωνε πλέον. Και οι δύο ενδιαφέρονται για πολλά πράγματα εκτός της οικονομίας, ιδιαίτερα για την ψυχολογία, και δεν αντιμετώπιζαν την οικονομία σαν μια επιστήμη, αλλά ως ένα «γνωστικό αντικείμενο» που απαιτεί πολλαπλές και διασταυρωμένες γνώσεις και, κυρίως, τη διαίσθηση [ ...] . Και οι δύο ήταν πεπεισμένοι ότι η γνώση στην οικονομία μπορεί να έχει μόνο περιορισμένο χαρακτήρα, δεδομένων των στοιχείων της αβεβαιότητας και των πιθανοτήτων που εμπλέκονται σ’ αυτή».
Αυτή η κοινή οπτική δεν εμπόδισε τους δύο άνδρες να έχουν σχεδόν αντιθετικές πνευματικές ιδιοσυγκρασίες. Ο Hayek ήταν κυρίως ένας λόγιος , ενώ ο Keynes ενδιαφερόταν για την Πράξη μέσω των ιδεών και της αυθόρμητης παρέμβασης. «Ενώ ο Hayek, που απορροφάται από την οικονομική θεωρία την οποία αγαπά καθεαυτή (σ.σ. όπως η τέχνη για την τέχνη), σκόπιμα διατηρείται μακριά από την πολιτική», σημειώνει Wapshott , ο «Keynes ενδιαφέρεται για την εφαρμογή της οικονομίας ως ένα μέσο για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων». Και αν θα μπορούσαν να συναντηθούν για τη φύση και τη θέση της οικονομικής επιστήμης (economics), οι απόψεις τους για την οικονομία ως μια πραγματικότητα (economy) διίστανται. Ο «Hayek ήταν πεπεισμένος ότι η οικονομία εν τω συνόλω της είναι ένα άπιαστο θέμα, το οποίο δεν μπορεί να καταλάβει τη λειτουργία της αγοράς ειμή μόνο με την εξέταση των αλληλεπιδράσεων των ατόμων στην αγορά. Ο Keynes [ ... ] πιστεύει, αντίθετα. ότι αυτή η λειτουργία θα μπορούσε να γίνει καλύτερα κατανοητή λαμβάνοντας υπόψη την συνολική εικόνα, παρατηρώντας τα μεγέθη των στοιχείων, όπως η προσφορά, η ζήτηση και τα επιτόκια. Ο Hayek περιορίστηκε σε αυτό που έγινε γνωστό ως «μικροοικονομία», ενώ ο Keynes ήταν απασχολημένος με το άλμα προς ένα νέο τρόπο θεώρησης της οικονομίας.
Αυτή η διαφορά στη φιλοσοφία εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη διαφορά στην ανάλυση του κύκλου εργασιών, το θεμελιώδες ερώτημα που ενδιαφέρει και τους δύο. Για τον Keynes, ο οποίος ήταν σοκαρισμένος από την ανεργία που υπέστη η Βρετανία το 1920, το κεντρικό πρόβλημα της οικονομίας ήταν εκείνο της υποαπασχόλησης και της δυσλειτουργίας της αγοράς εργασίας. Γενικότερα, η ανεπαρκής αξιοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων. Για τον Hayek, το θέμα ήταν η θεώρηση του τρόπου με τον οποίο ένα διαταραγμένο οικονομικό σύστημα μπορεί αυθόρμητα να επανέλθει στη βασική του ισορροπία από την οποία ποτέ δεν θα μπορούσε να αποκλίνει για πολύ καιρό, αν δεν παρεμβαίνουμε αδικαιολόγητα(σ.σ. όπως κατά τη γνώμη του κάνει το κράτος) στη λειτουργία του. Σύμφωνα με την επιτυχή διατύπωση του βιογράφου του Κέυνς, Robert Skidelsky: «Ενώ ο Hayek ξεκίνησε από ένα συλλογισμό που δεν μπορεί να οδηγήσει σε κανένα κακό αποτέλεσμα, ο Keynes ξεκινά από τις κακές συνέπειες και προσπαθεί να χτίσει το συλλογισμό του για να τις εξηγήσει». Για τον Keynes, η αγορά δεν θα μπορούσε από μόνη της να πραγματοποιήσει σε όλες τις περιπτώσεις τη βέλτιστη κατανομή των πόρων, η ύφεση είναι το αποτέλεσμα των ανεπαρκών επενδύσεων και ο τρόπος να σταματήσει είναι η τόνωση των επενδύσεων και της κατανάλωσης μέσα από ένα συνδυασμό φορολογικών κινήτρων (μείωση φόρων), μείωση επιτοκίων και μέτρων στήριξης της οικονομίας( δρομολόγηση μεγάλων δημόσιων έργων από το κράτος). Στα μάτια του Hayek, αντίθετα, αυτό που προκαλεί την ύφεση είναι οι υπερβολικές επενδύσεις λόγω του φθηνού δανεισμού και της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, και αυτό που πρέπει είναι να αφήσουμε την οικονομία να απαλλαγεί από τις επενδύσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητες απορρόφησης. Η εξήγηση αυτή υιοθετείται απολύτως από την τρόικα στην περίπτωση της Ελλάδας.
Κέυνς και Χάγιεκ διασταύρωσαν τα ξίφη τους πολλές φορές και είχαν πολλές ευκαιρίες για να εκφράσουν τις σκληρές επικρίσεις τους για τις ιδέες του άλλου. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1928 στο Cambridge, όπου ο Hayek είχε προσκληθεί σε μια επιστημονική συνάντηση. Τρία χρόνια αργότερα, ο Lionel Robbins, το ανερχόμενο αστέρι της οικονομίας στο London School of Economics, τον κάλεσε να δώσει τέσσερις διαλέξεις στο Λονδίνο. Στο πνεύμα του Robbins, που χαρακτηρίζεται από τις απόψεις των οικονομολόγων «Continental» ( Γάλλων, Γερμανών, Αυστριακών), ήταν ένας τρόπος για να δώσει ένα τέλος στην αυξανόμενη επιρροή του Keynes και του κύκλου των νέων οικονομολόγων-οπαδών του στο Cambridge (Richard Kahn, Joan και Austin Robinson, Piero Sraffa και άλλοι), το οποίο είχε αποκαλέσει «το τσίρκο του Cambridge». Ο Hayek παρέμεινε στην Αγγλία δεκαεπτά χρόνια, και θα θεωρήσει εκ των υστέρων την εκεί παραμονή του ως την πιο ευτυχισμένη και παραγωγική περίοδο της ζωής του.
Σε μια καλά τεκμηριωμένη αφήγηση, ο Nicholas Wapshott ανασυνθέτει την πνευματική αντιπαράθεση των δύο ανδρών μέσα από την αλληλογραφία τους, τις δημόσιες παρεμβάσεις τους, τα άρθρα και τις κριτικές που δημοσίευσε ο ένας σχετικά με τα βιβλία και τις θεωρίες του άλλου.
Ο Hayek εκτιμούσε ιδιαίτερα ένα βιβλίο του Κέυνς που δημοσιεύθηκε το 1923 με τίτλο «Η νομισματική μεταρρύθμιση», στην οποία είχε βρει μια προήχηση των δικών του απόψεων, όπως η ιδέα ότι μια επιστροφή στον κανόνα του χρυσού (που ο Churchill πραγματοποίησε δύο χρόνια αργότερα) θα είναι επιζήμια για τη βρετανική οικονομία, διότι εξαρτούσε τη σταθερότητα των εγχώριων τιμών και της απασχόλησης από τη συναλλαγματική ισοτιμία. Αλλά δέκα χρόνια αργότερα, οι ιδέες του Keynes είχαν αναπτυχθεί με τρόπο που τις απομάκρυνε από εκείνες του Hayek . Η κριτική του τελευταίου στο νέο βιβλίο του Keynes, η «Πραγματεία περί νομίσματος», στην οποία άρχισε να αναπτύσσει πρωτότυπες ιδέες που βρίσκουν την τελική τους μορφή μετά από έξι χρόνια στη «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», είχε μια σπάνια σκληρότητα. Η υιοθέτηση σε όλο το κείμενό του ενός «θυμωμένου ύφους αγανάκτησης» (σύμφωνα με τον Wapshott), ο Hayek περιγράφει τις απόψεις του Κέινς ως «σκοτεινές», «ακατανόητες» και «στερούμενες νοήματος». Πληγωμένη ήταν η απάντηση του Keynes στο έργο του «απάντηση στον Hayek», όπου του αντιτέθηκε λέγοντας πως «Η Τιμή και η παραγωγή» του αυστριακού (η οποία περιλαμβάνει τέσσερις διαλέξεις στο Λονδίνο): «Αυτό το βιβλίο δείχνει με ένα εξαιρετικό τρόπο πως εκκινώντας από λανθασμένη αφετηρία, ένα πνεύμα αδίστακτα λογικό μπορεί να καταλήξει στο Benlam(το ψυχιατρείο Bethlem Royal Hospital).
Την ίδια στιγμή που δημοσιεύονται αυτά, ωστόσο, ο Κέινς αποστασιοποιείται από την «πραγματεία περί χρήματος». Η παλινωδία αυτή είναι ένας λόγος που ο Hayek αργότερα θα επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη σιωπή του για τη Γενική Θεωρία της απασχόλησης, των τόκων και του νομίσματος. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές αυτής της ιστορίας είναι ότι από τη στιγμή που δημοσιεύθηκε το έργο το οποίο έθεσε τα θεμέλια για την «κεϋνσιανή επανάσταση», ο Hayek δεν πήρε ποτέ ανοιχτά το λόγο για να αμφισβητήσει τις θέσεις του. Για ποιο λόγο; Πολλοί ερμήνευσαν τη στάση του Hayek ως αποδοχή εκ μέρους του, ότι είχε ηττηθεί.
Περιθωριοποιημένος στον ακαδημαϊκό κόσμο μετά την επιτυχία του Keynes, ο Hayek θα γνωρίσει τη δημόσια αναγνώριση με τη δημοσίευση το 1938 του βιβλίου του «Ο δρόμος προς τη δουλεία». Σε έναν αγωνιώδη τόνο που εξηγεί το ιστορικό πλαίσιο της εποχής -την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία και τον θρίαμβο του κομμουνισμού, του οποίου άρχισαν να εμφανίζονται οι πιο σκοτεινές πλευρές στη Σοβιετική Ένωση- θα κάνει σε αυτό το κείμενο μία δυνατή έκκληση υπέρ της οικονομίας της αγοράς και της πολιτικής ελευθερίας, με το ίδιο πνεύμα του φίλου του φιλόσοφου Karl Popper στο σχεδόν σύγχρονο βιβλίο του για την «Ανοικτή Κοινωνία και τους εχθρούς της». Μάλλον απερίσκεπτα, ο Hayek προέβλεψε τη μοιραία εξέλιξη των δυτικών δημοκρατιών, υπό την επίδραση των «σοσιαλιστικών» πολιτικών (δηλαδή παρεμβατικών) προς τον ολοκληρωτισμό. Αυτή η περιπετειώδης προφητεία θα του επιδαψιλεύσει σαρκαστικά σχόλια, τότε αλλά και πολύ αργότερα. «Η Σουηδία και οι άλλες σκανδιναβικές χώρες», έλεγε ειρωνικά μερικές δεκαετίες αργότερα ο κεϋνσιανός Paul Samuelson, «είναι η πιο «σοσιαλιστική» χώρα με τη χονδροειδή έννοια με την οποία ο Hayek χρησιμοποιούσε τη λέξη. «Που είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης;»
Το έργο παρόλ’ αυτά έγινε καλώς αποδεκτό από διάφορες προσωπικότητες οι οποίες, χωρίς να μοιράζονται τη φιλοσοφία του Hayek, ένιωθαν ένα έντονο αίσθημα αποτροπιασμού για τον ολοκληρωτισμό. Ο Τζορτζ Όργουελ, για παράδειγμα, σε μία κριτική του βιβλίου ιδιαίτερα υποδειγματική, διαυγή και ειλικρινή σημείωνε: «Στο αρνητικό μέρος της θέσης του καθηγητή Χάγιεκ υπάρχει πολλή αλήθεια. Ο κολεκτιβισμός δεν είναι εγγενώς δημοκρατικός. [ ... ] Ο καθηγητής Hayek είναι, επίσης, πιθανώς σωστό να πούμε ότι [ ... ] οι διανοούμενοι είναι πιο κοντά στον ολοκληρωτισμό από τους απλούς ανθρώπους. Αλλά ο ίδιος δεν βλέπει, ή δεν θέλει να παραδεχτεί, ότι η επιστροφή στον "ελεύθερο" ανταγωνισμό θα σημάνει για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μια τυραννία μάλλον χειρότερη, γιατί θα είναι (αυτή η επιστροφή στον ελεύθερο ανταγωνισμό) πιο ανεύθυνη, από εκείνη του κράτους. Το πρόβλημα με τον ανταγωνισμό είναι ότι υπάρχει πάντα κάποιος που κερδίζει.»
Στο ίδιο πνεύμα, ο Κέινς συγχαίρει τον Hayek που προειδοποιεί για έναν κίνδυνο που ο ίδιος γνώριζε καλά, εκείνον δηλαδή όπου μια κυβέρνηση λαμβάνει αποφάσεις που οδηγούν στον ολοκληρωτισμό. «Οι επικίνδυνες ενέργειες», έγραψε σε επιστολή του προς αυτόν, «μπορεί να λαμβάνονται με ασφάλεια σε μια κοινωνία που σκέφτεται και αισθάνεται σωστά. [Αλλά] που εκτελούνται από άτομα που σκέφτονται και αισθάνονται με τέτοιο τρόπο που οι πράξεις ανοίγουν το δρόμο προς την κόλαση». Μεταξύ του υπερβολικού παρεμβατισμού και την πλήρη απουσία της κρατικής παρέμβασης, ωστόσο, υποστήριζε ο Keynes, είναι δυνατό και απαραίτητο να βρεθεί μια μέση λύση. Η αδυναμία της θέσης του Hayek, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν η υποτίμηση της πρακτικότητας μιας μέσης οδού.
Το διαζύγιο και ο νέος γάμος
Παρά την αναγνώριση που του χάρισε το βιβλίο «ο δρόμος προς την δουλεία», χάρη και στη δημοσίευση μιας συμπυκνωμένης εκδοχής του στο περιοδικό Reader’s Digest , η ζωή του Hayek δεν ήταν ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη όπως του Keynes. Το 1926 , παντρεύτηκε την Helen Betta Maria von Fritsch, γνωστή με το ψευδώνυμο Hella. Αλλά ήταν ένας γάμος παράλογος. Η ιστορία του έχει ειπωθεί πολλές φορές, ειδικά από το βιογράφο του Χάγιεκ, Alan Ebenstein. Ερωτευμένος με την ξαδελφή του, Helene, ο Hayek, λόγω των παρεξηγήσεων κατά τη στιγμή της αναχώρησης για δεκαπέντε μήνες στις Ηνωμένες Πολιτείες, την εγκατέλειψε για να παντρευτεί μια άλλη, την Hella. Στη Βιέννη το 1946, είχε την ευκαιρία να τη συναντήσει και να ακούσει ότι ήταν πλέον ελεύθερη να γίνει γυναίκα του. Ήθελε διαζύγιο, αλλά η σύζυγός του Hella είναι αντίθετη. Για να αποφύγει το κόστος του μη συναινετικού διαζυγίου, κατάφερε να διοριστεί στο Πανεπιστήμιο του Αρκάνσας, μια πολιτεία των Η.Π.Α. με χαλαρούς νόμους σχετικά με το διαζύγιο. Πήρε λοιπόν διαζευκτήριο και παντρεύτηκε την εξαδέλφη του.
Ο Kenneth R. Hoover υπέθεσε ότι οι δυσκολίες του για να λάβει διαζύγιο ενίσχυσαν τις θέσεις του Χάγιεκ εναντίον του κράτους. Όμως, αυτή η πρόταση είναι αρκετά ανόητη. Ο ψυχολογικός αντίκτυπος αυτού του επεισοδίου για τον Hayek φαίνεται μάλλον να είχε δημιουργήσει σ 'αυτόν μια ισχυρή αίσθηση ενοχής. Για κάποιον που τον ρώτησε πολύ αργότερα, αν θυμήθηκε ότι διέπραξε μια ανήθικη πράξη στη ζωή του, είπε πως έκανε όταν αναγκάστηκε να πάρει διαζύγιο. Αυτό το διαζύγιο και ο νέος γάμος του σκανδάλισε τους συναδέλφους του στο London School of Economics και του κόστισε τη συμπάθεια της οικογένειας και των φίλων του. Μεταξύ αυτών και ο Lionel Robbins, ο οποίος, ακόμη χειρότερα για τον Hayek, εντάχθηκε στο στρατόπεδο των κεϋνσιανών, όπως και άλλοι οικονομολόγοι που ήταν υποστηρικτές των θεωριών του, ακόμα και τους μαθητές του, όπως Nicholas Kaldor. Υποχρεωμένος να εγκαταλείψει το Λονδίνο, ο Hayek συνέχισε την καριέρα του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου και άσκησε σημαντική επιρροή στα μέλη της οικονομικής σχολής που φέρει το όνομα της πόλης. Στη συνέχεια επιστρέφει στην Ευρώπη και στο Φράιμπουργκ. Το τέλος της ζωής του σημαδεύτηκε από βαριά προβλήματα υγείας, όπως υποτροπιάζουσα κατάθλιψη. Φωτίστηκε, όμως, από την απονομή το 1974, του «Νόμπελ» της οικονομίας, το οποίο κατ’ ειρωνεία έπρεπε να μοιραστεί με έναν κεϋνσιανό οικονομολόγο ριζικά αντίθετο με τις δικές του ιδέες, το Σουηδό Gunnar Myrdal. Τότε, ο Hayek είχε προ πολλού εγκαταλείψει τα οικονομικά και είχε αφοσιωθεί στην πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, το δίκαιο, καθώς και την προώθηση των ιδανικών του φιλελευθερισμού.
Η στροφή της δραστηριότητάς του σε αυτή την κατεύθυνση είχε ξεκινήσει αρκετές δεκαετίες πριν. Το 1946 , ο Κέινς πέθανε σε ηλικία εξήντα δύο χρόνων, χτυπημένος από πολύχρονα προβλήματα υγείας που οφείλονταν στην εξάντληση που του προκάλεσε το τεράστιο έργο που είχε επιτελέσει για την προετοιμασία της διεθνούς διάσκεψης στο Bretton Woods πριν από δύο χρόνια, όπου επικράτησαν οι αμερικανικές θέσεις σχετικά με το διεθνές νομισματικό σύστημα επί εκείνων που υποστήριξαν οι Άγγλοι με επικεφαλής τον Κέυνς. Απόρροια των αμερικανικών απόψεων ήταν η δημιουργία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και η Παγκόσμια Τράπεζα(σ.σ. ΓΧΠ αυτό ήταν το τέλος της βρετανικής αυτοκρατορίας και η μετάβαση με ειρηνικό τρόπο για πρώτη φορά στην ιστορία στην αμερικανική αυτοκρατορία σύμφωνα με τον Τσάρλς Κάπτσαν). (Αν είχε υιοθετηθεί η πρόταση του Keynes για τη δημιουργία μιας διεθνούς τράπεζας συμψηφισμού, που θα είχε το δικό της νόμισμα, το bancor, το σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα που δημιουργείται από την έλλειψη ισορροπίας των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, και το οποίο επηρεάζει τη σημερινή παγκόσμια οικονομία, θεωρούμενο ως μία από τις αιτίες της κρίσης, δεν θα ήταν τόσο οξύ).
Ο Χάγιεκ για να σπάσει την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει, και να συμβάλει στη δημιουργία μιας αντεπίθεσης ενάντια στις κεϋνσιανές θεωρίες που υιοθετούνταν ευρέως από τους οικονομολόγους και τους πολιτικούς, πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει μια διεθνή διάσκεψη ως συνέχεια του «Συμποσίου του Walter Lippmann»(σ.σ. ΓΧΠ δεν αναφέρει ότι ήταν και διαφημιστής του Γουίλσον), που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1938, γύρω από ένα βιβλίο του διάσημου δημοσιογράφου και πολιτικού σχολιαστή των ΗΠΑ. Σ’ αυτό συμμετείχε ο Hayek μαζί με μία σειρά από φιλελεύθερους διανοούμενους και οικονομολόγους της Ευρώπης και της Αμερικής. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε σ’ ένα ξενοδοχείο χτισμένο στο Mont Pelerin με θέα τη λίμνη της Γενεύης, και θα καταλήξει στη δημιουργία της Mont Pelerin Society, μία δεξαμενή σκέψης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της φιλελεύθερης σκέψης και τη γένεση και ανάπτυξη του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού. Η αποστολή του Mont Pelerin Society ήταν να τροφοδοτήσει, να ενισχύσει και να διαδώσει το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Αυτό έπραξαν τα μέλη του, δημιουργώντας άλλα think tanks που έγιναν γρήγορα πολύ δραστήρια και διάσημα στη Βρετανία (το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων που δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον Hayek), και στις Ηνωμένες Πολιτείες, (το Heritage Foundation και το Cato Institute)
Mont Pelerin Society
Ο Nicholas Wapshott μιλάει για το συνέδριο Lippmann και το Mont Pelerin Society, αλλά επικεντρώνεται ελάχιστα στην ανάλυσή τους. Μπορεί κανείς να μάθει περισσότερα επ’ αυτού σε τρία εξαιρετικά πρόσφατα βιβλία για την ιστορία του νεοφιλελευθερισμού : The Great Persuasion d’Angus Burgin, Masters of the Universe, de Daniel Steadman Jones et Néo-libéralisme(s), de Serge Audier . Διαφορετικά στον τόνο και στην προσέγγιση (ιστορική, πολιτική και φιλοσοφική αντίστοιχα), τα τρία αυτά έργα δείχνουν έντονα πόσο λάθος είναι να αντιμετωπίζουμε το νεοφιλελευθερισμό σαν μονολιθικό ιδεολογικό μπλοκ. Πέντε ομάδες από διαφορετικά άτομα συνέθεταν αρχικά τη Mont Pelerin Society , λέει ο ιστορικός Max Hartwell, ο ίδιος μέλος της ένωσης, στην οποία προήδρευσε για δύο έτη: οικονομολόγοι, ιστορικοί και άγγλοι φιλόσοφοι από το Μάντσεστερ και το London School of Economics ( Robbins, Popper ), μέλη της αυστριακής οικονομικής σχολής, που ήταν πρόσφυγες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο Ludwig von Mises, οι πρώην συμμετέχοντες στο συνέδριο Lippmann , εκ των οποίων πολλοί ήταν Γάλλοι (Raymond Aron, Jacques Rueff, Rougier ), οι εκπρόσωποι του κινήματος που ονομάστηκε «Ordo-φιλελευθερισμός» και γέννησε στη Γερμανία την αντίληψη της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς»(Wilhelm Röpke και Walter Eucken), και, τέλος, οι οικονομολόγοι της σχολής του Σικάγου, με επικεφαλή τον περίφημο Milton Friedman.
Παρά την κοινή τους δέσμευση στην ιδέα της ελευθερίας , τα μέλη των ομάδων αυτών συχνά διαφωνούν σε σημαντικά σημεία της οικονομικής θεωρίας , αλλά και σχετικά με το θεμελιώδες ζήτημα του ρόλου του κράτους στην οικονομία , γενικότερα, στη λειτουργία της κοινωνίας. Η ιστορία της Mont Pelerin Society και, ευρύτερα, του φιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, διαπερνάται από πολλές ιδεολογικές συγκρούσεις και αγώνες για εξουσία και επιρροή. Στις πιο λεπτομερείς αφηγήσεις από αυτή του Wapshott, οι Burgin, Steadman Jones και Audier δείχνουν πως η νεοφιλελεύθερη γραμμή αντιπροσωπεύεται από τον Hayek και την αυστριακή σχολή, ενώ οι ριζοσπαστικές θεωρίες του Μίλτον Φρίντμαν και της Σχολής του Σικάγου, έχουν αντικατασταθεί από τις πιο μετριοπαθείς απόψεις του ordo-φιλελευθερισμού και του κοινωνικού φιλελευθερισμού (το «νέο φιλελευθερισμό» που εμπνέεται εν μέρει από τον Keynes).
Hayek και Friedman: τα ονόματά τους συνδέονται επίσης με τη «νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση της δεκαετίας του 1980». Ο Nicholas Wapshott δείχνει τι προσέγγισε τους δύο οικονομολόγους και τι τους χώρισε: «Στα οικονομικά, ο Friedman ήταν πιο κοντά στην Keynes, και έχει συχνά επαινέσει τις οικονομικές ιδέες του Keynes , ειδικά εκείνων που περιέχονται στη «Νομισματική μεταρρύθμιση» [ ... ] . Αλλά όταν ερχόμαστε στην πολιτική, ο Friedman έρχεται πιο κοντά στον Hayek. Ο Keynes πίστευε ότι η κυβερνητική παρέμβαση παρέχει τα μέσα για τη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Ο Friedman συμφωνούσε με τον Hayek ότι οποιαδήποτε κυβερνητική παρέμβαση εμπόδιζε την ικανότητα των αγορών να παράγουν πλούτο. Ο Friedman είχε έναν μεγάλο και ανοιχτό θαυμασμό για τον Κέινς, με τον οποίο μοιράστηκε τη γενική προσέγγιση της οικονομίας ως όλον: «Σε αντίθεση με Hayek και Mises [ ... ] ο Friedman λάμβανε ως δεδομένο την κεϋνσιανή ιδέα ότι η οικονομία πρέπει να παρατηρείται εν τω συνόλω της [ ... ]. Προσέχοντας να μην επικρίνει τις ιδέες του Hayek που προέρχονταν από την αυστριακή σχολή, παρέμεινε ελάχιστα πεισμένος για την αξία τους».
Το δόγμα του Friedman δεν είναι μονεταριστικό, αλλά διατηρεί κάτι από τις ιδέες του Keynes , αλλά προσδιορίζεται αντιθετικά προς το σύνολο των κεϋνσιανών ιδεών. Ο μονεταρισμός προσφεύγει στην ποσοτική θεωρία του χρήματος σύμφωνα με την οποία το νόμισμα είναι ένα απλό εργαλείο ανταλλαγής το οποίο δεν εμπλέκεται στη δημιουργία του πλούτου, μια θεωρία που ο Keynes θεώρησε ανεπαρκή.
Για τους μονεταριστές, η δημιουργία χρήματος έχει ως ουσιώδη συνέπεια την αύξηση των τιμών, παράγοντας έτσι τον πληθωρισμό. Στην καρδιά του μονεταρισμού βρίσκεται κατά συνέπεια, η πρόταση ότι το κράτος μπορεί και πρέπει να ελέγχει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος σ’ ένα επίπεδο που να αντιστοιχεί στο ποσοστό της ανάπτυξης: η χειραγώγηση της οικονομίας, δηλαδή μία δημόσια παρέμβαση ιδιαίτερα ισχυρή προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κεντρικής τράπεζας. Αυτή η ιδέα είναι σε πλήρη αντίθεση με τις θέσεις του Hayek, ο οποίος, ενώ υποστηρίζει (σε αντίθεση με τους αναρχο - καπιταλιστές ) την ανάγκη για μια κρατική εγγύηση της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς, κατέχοντας το μονοπώλιο του καταναγκασμού, υποστήριζε όχι μόνο την ιδιωτικοποίηση μιας σειράς υπηρεσιών (υγεία, ενέργεια, κ.λπ. ), αλλά και την κατάργηση των κεντρικών τραπεζών και την παραχώρηση της δυνατότητας δημιουργίας χρήματος σε ιδιωτικά ιδρύματα, ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Αλλά ο Friedman οδηγήθηκε από μια ισχυρή και απλή ιδέα, «μια παθιασμένη πίστη στην ατομική ελευθερία σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς ήταν ο καλύτερος τρόπος για να συντονίσει διάσπαρτες δραστηριότητες με σκοπό στον αμοιβαίο εμπλουτισμό τους»(Samuel Brittan) . Συνολικά , επομένως, μοιράστηκε τη δυσπιστία του Hayek απέναντι στο κράτος και την αποστροφή του για την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Η επιτυχία των νεοφιλελεύθερων ιδεών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά του να τις επικοινωνήσει στους συναδέλφους του, στους φορείς χάραξης πολιτικής και στο ευρύ κοινό. Όπως ο Keynes, ο Μίλτον Φρίντμαν είχε αξιοσημείωτη ικανότητα στην επικοινωνία, ήταν «ένας γεννημένος συζητητής», δήλωσε ο Robert Solow , «αποφασιστικός, συναρπαστικός, ευφυής και ακούραστος». Ο Paul Samuelson, ο οποίος βρέθηκε συχνά απέναντί του, ομολόγησε ότι συχνά αισθάνονταν ότι τον είχε κερδίσει σε κάθε σημείο αλλά στο τέλος της διαμάχης έχανε.
Ο κεϋνσιανισμός θριάμβευσε στα χρόνια μετά τον πόλεμο, αλλά στην αλλοιωμένη μορφή της λεγόμενης «νεοκλασικής σύνθεσης», ένα υβρίδιο από νεοκλασσικές και τυποποιημένες αλλά και «μαθηματικοποιημένες» ιδέες του Keynes, σε αντίθεση με την άποψη του Keynes σχετικά με τη χρησιμότητα των μαθηματικών στην οικονομία.
Reaganomics
Η άνοδος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχει τις ρίζες της στην ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο συνδυασμός του πληθωρισμού και της ανεργίας ήταν θεωρητικά αδύνατος στα μάτια των κεϋνσιανών λόγω της αρνητικής συσχέτισης μεταξύ των δύο φαινομένων, που αντικατοπτρίζεται στην περίφημη «καμπύλη Phillips» (Λιγότερο δογματικός, ο Keynes δεν απέκλειε το ενδεχόμενο ενός τέτοιου συνδυασμού).
Δεν χρειαζόταν η άφιξη στην εξουσία του Ρόναλντ Ρέιγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ ώστε η αμερικανική και η βρετανική κυβέρνηση να λάβουν νεοφιλελεύθερα μέτρα, όπως η απορρύθμιση και οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Με πρωτοβουλία του Προέδρου των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ και του Βρετανού πρωθυπουργού Τζέιμς Κάλαχαν έγιναν τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. (Τριάντα χρόνια αργότερα, ένας άλλος πρωθυπουργός των Εργατικών, ο Τόνι Μπλερ θα ολοκληρώσει τη μεταρρυθμιστική ατζέντα της Margaret Thatcher). Αντίστοιχα, ένα μεγάλο μέρος από αυτό που έχει αποκληθεί reagnomics ήταν μέρος μιας κεϋνσιανής προσέγγισης αναμφισβήτητα με τη θεαματική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, παίζοντας εδώ το ρόλο που ο Keynes εμπιστεύτηκε στα μεγάλα δημόσια έργα: «η έκρηξη που διήρκεσε από το 1982 έως το 1990», σημειώνει ο Robert Solow, «διοργανώθηκε από την κυβέρνηση Ρήγκαν με έναν εντελώς κεϋνσιανό τρόπο, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες και μειώνοντας τους φόρους.
Σύμφωνα με ένα ανέκδοτο, η Μάργκαρετ Θάτσερ , κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στο Συντηρητικό κόμμα έβγαλε από τη θρυλική τσάντα της ένα αντίγραφο «του Συντάγματος της Ελευθερίας» (μια πραγματεία για την πολιτική και την κοινωνική φιλοσοφία του Χάγιεκ που αργότερα ονομάστηκε «Ο δρόμος της δουλείας» ), έριξε το βιβλίο στο τραπέζι και διακήρυξε δυναμικά δείχνοντάς το με το δάχτυλό της, «Αυτό είναι ό, τι πιστεύουμε» . Hayek και Friedman ήταν σίγουρα κολακευμένοι από την υψηλή εκτίμηση στην οποία η Σιδηρά Κυρία και ο Ronald Reagan τους είχαν.
«Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» έγραφε ο Milton Friedman το 2004, «η κοινή γνώμη ήταν σοσιαλιστική και η πρακτική σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας της αγοράς [ ... ]. Τώρα η κοινή γνώμη είναι υπέρ της οικονομίας της αγοράς, αλλά η πρακτική είναι σαφώς σοσιαλιστική». Όσο για το Hayek, η ριζοσπαστική του ουτοπία τον οδηγεί πάντα να λυπάται για τη μη αποφασιστικότητα με την οποία λαμβάνονται τα μέτρα από τις κυβερνήσεις των Συντηρητικών στη Βρετανία και των Ρεπουμπλικάνων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η σημερινή κρίση
Πως θα εξηγούσαν τη σημερινή κρίση οι δύο; Με τεχνικούς όρους, η κρίση που ξέσπασε το 2007, μπορεί εύκολα να περιγραφεί ως αποτέλεσμα υπερεπένδυσης (κερδοσκοπικής φύσης), σύμφωνα με την εξήγηση του Hayek, ενώ σύμφωνα με τον Κέυνς είναι ζήτημα των ανεπαρκών επενδύσεων. Αλλά η κρίση έλαβε χώρα σε ένα οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την πρωτοφανή οικονομική βαρύτητα(και ανισορροπία) της χρηματοπιστωτικής οικονομίας σε σχέση με την πραγματική(παραγωγική) οικονομία και την ακραία απορρύθμιση των δραστηριοτήτων στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα παραδοσιακά μέτρα φαίνονται καταδικασμένα σε αποτυχία. Πράγματι, έχουμε εδώ να αντιμετωπίσουμε ένα διαρθρωτικό πρόβλημα που απαιτεί για να επιλυθεί, την εκ βάθρων αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον επαναπροσδιορισμό των όρων των σχέσεων μεταξύ των κρατών και των τραπεζών, καθώς και τη μεταρρύθμιση των διεθνών οικονομικών και εμπορικών σχέσεων (Ο Keynes του Bretton Woods είναι κατά πολλούς πιο χρήσιμος από ό,τι η «κεϋνσιανή» πολιτική με τη στενή έννοια του όρου).
Είμαστε όλοι κεϋνσιανοί
Ο Wapshott δεν απαντά ρητά στην ερώτηση, την οποία θέτει στην εισαγωγή του βιβλίου του, ποιος δηλαδή έχει δίκιο, ο Κέυνς ή ο Χάγιεκ; Συνολικά, ωστόσο, έχει κανείς σαφώς την αίσθηση ότι αν ήθελε να ονομάσει έναν νικητή της αντιπαράθεσης, αυτός είναι ο Keynes. Κι αυτό επειδή οι ιδέες του, όπως του αρέσει να λέει, έχουν κατ’ επανάληψη «σώσει τον καπιταλισμό», αλλά και λόγω των ευρύτερων και βαθύτερων επιπτώσεών τους. Ο Hayek ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος σε πολλούς τομείς, ένα λαμπρό μυαλό, πειθαρχημένο και έξυπνο, «ένας πολυτάλαντος στοχαστής». Αλλά ο Keynes επαναστατικοποίησε την οικονομική γνώση σε ένα βαθμό στον οποίο το έργο του Hayek δεν μπόρεσε να φθάσει ποτέ. Αυτό είναι ό,τι ο Milton Friedman αναγνώρισε, όταν είπε το 1966: «Κατά μία έννοια είμαστε όλοι κεϋνσιανοί, τώρα»(προσθέτοντας αμέσως είναι η αλήθεια: «κατά μία άλλη δεν υπάρχει σήμερα κανείς κεϋνσιανιστής»). Αυτό που εννοούσε είναι ότι το μακροοικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου οι οικονομολόγοι εξηγούν και οι πολιτικοί αποφασίζουν σήμερα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Keynes .
Αλλά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η υπεροχή του Keynes εμφανίζεται επίσης σε ένα άλλο επίπεδο. Το βίντεο της «οικονομικής ραπ» κλείνει με δύο πολύ γνωστές φράσεις των δύο πρωταγωνιστών. Το πρώτο είναι η περίφημη δήλωση κατά τη σύναψη της Γενικής Θεωρίας του Keynes: «Οι ιδέες των οικονομολόγων και των πολιτικών φιλοσόφων, τόσο όταν είναι σωστές όσο και όταν είναι λάθος, είναι πιο ισχυρές από ό,τι κοινώς πιστεύεται. Οι πρακτικοί άνδρες, οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι προφυλαγμένοι από κάθε πνευματική επιρροή, είναι συνήθως οι δούλοι κάποιου οικονομολόγου». Και το απόσπασμα του Hayek που λέει πως «Το παράδοξο καθήκον της επιστήμης Οικονομικών είναι να αποδείξει στους ανθρώπους ότι ξέρουν ελάχιστα πράγματα σχετικά με ό,τι φαντάζονται ότι μπορούν να συλλάβουν».
Οι δύο προτάσεις στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε αντιφατικές ούτε αλληλοαναιρούνται. Ο Keynes είχε δίκιο όταν έλεγε ότι οι απόψεις των πολιτικών εμπνέονταν συχνά από τους οικονομολόγους του παρελθόντος. Αλλά αυτό δεν είναι πάντα εν αγνοία τους. Σε αυτή την εποχή της λατρείας της εμπειρογνωμοσύνης, είναι, αντιθέτως, πολύ κοινό στους πολιτικούς να διεκδικούν τις θεωρίες ορισμένων οικονομολόγων για να δικαιολογήσουν τις αποφάσεις τους. Τις θεωρίες, όμως, αυτές δεν τις καταλαβαίνουν πάντα πολύ καλά, προδίδοντας και συχνά διαστρεβλώνοντάς τες. Κρατώντας ό,τι τους βολεύει, καθώς όπως πιστεύουν η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και του συμβιβασμού.
Η αβεβαιότητα και η πιθανότητα
Ο Hayek, επίσης, είχε δίκιο να επισημαίνει τη θεμελιωδώς περιορισμένη φύση της ανθρώπινης γνώσης για να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και την οικονομία, της οποίας η ανάπτυξη καθορίζεται από μια σειρά περίπλοκων αλληλεπιδράσεων ενός μεγάλου αριθμού παραγόντων. Ο Keynes ήταν, ομοίως, απόλυτα σύμφωνος μαζί του σε αυτό το σημείο, καθώς ήταν το επίκεντρο της σκέψης του σχετικά με τις ιδέες της αβεβαιότητας και των πιθανοτήτων. Αλλά δεν εξήγαγε τα ίδια συμπεράσματα από αυτή τη διαπίστωση. Τα όρια της ικανότητά μας να κατανοήσουμε και να προβλέψουμε τη συμπεριφορά του οικονομικού συστήματος, τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη στη λογική των αγορών. Γιατί εντέλει η οικονομία της αγοράς απέχει πολύ από το να λειτουργεί συστηματικά προς την κατεύθυνση του γενικού συμφέροντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου