Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Το κράτος, η ΕΕ, η ρήξη


  των Γιάννου Γιαννόπουλου και Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Με το βάρος του χρέους να έχει μεταφερθεί απ' τις τράπεζες στα εθνικά κράτη ήδη από το 2012, με την Ευρωζώνη δηλαδή να έχει θωρακιστεί μέσω των εθνικών κρατών μπροστά σε μια ριζοσπαστική αλλαγή στην Ελλάδα και τους κινδύνους ενός πιθανού Grexit, το περασμένο καλοκαίρι η τρόικα απορρόφησε το «συστημικό κίνδυνο» που εκπροσωπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ακυρώνοντας τη ριζοσπαστική αλλαγή εν τη γενέσει της. Συμμετρικά, η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε τα επίχειρα του χρηματοπιστωτικού πραξικοπήματος από τη διακινδύνευση μιας ρήξης με την Ευρωζώνη, διαβαίνοντας έτσι μέσα σε λίγες μέρες το Ρουβίκωνα, περνώντας δηλαδή από την καταγγελία του πραξικοπήματος στην υπεράσπισή του ως το μη χείρον βέλτιστον.
Το «βέλτιστον» ήταν οι «ρωγμές» που προκάλεσε, υποτίθεται, στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα η επτάμηνη διαπραγμάτευση. Όσο κι αν τις αναζητούσε όμως κανείς, τις ρωγμές αυτές δεν θα τις έβρισκε ούτε στο κείμενο του τρίτου Μνημονίου, ούτε σε κάποια χειροπιαστή μετατόπιση προς τα αριστερά – είτε συγκεκριμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είτε της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και των «θεσμών» της. Αντίθετα, αν υπήρξε κάποια πραγματική «ρωγμή», αυτή ήταν η μνημονιακή προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και η διαφαινόμενη προσέγγισή του με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Ρωγμές;
Ό,τι παρουσιάστηκε ως «ρωγμές», από την άλλη πλευρά, ήταν κατ’ αρχάς η επιβεβαίωση των εθνοκρατικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. η διαφοροποίηση Γαλλίας-Γερμανίας), ανταγωνισμών τόσο παλιών, όσο και το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένωση εθνικών καπιταλιστικών κρατών και πεδίο εκδίπλωσης των άνισων, ανταγωνιστικών στρατηγικών τους – με τον ανταγωνισμό τους να αναπαράγει τελικά την καπιταλιστική εξουσία σε όλους τους κρίκους της (ευρωπαϊκής) «αλυσίδας».
Ως «ρωγμές» παρουσιάστηκαν, επίσης, όσα πράγματι άλλαζαν στην ευρωπαϊκή «δημόσια σφαίρα», στο χώρο που, σύμφωνα με τον γερμανό διανοητή Γιούργκεν Χάμπερμας, βρίσκεται έξω από τον έλεγχο των κρατών. Όμως, μαζί με την υποστήριξη του Χάμπερμας, η ελληνική κυβέρνηση έδειξε να «αγοράζει» και την οπτική του: η επιχειρηματολογία ότι «η Ευρώπη αλλάζει» δεν αφορούσε όσα (δεν) συνέβαιναν στα κράτη και τους υπερεθνικούς θεσμούς, αλλά περισσότερο τα τεκταινόμενα στη «δημόσια σφαίρα». Αν υπήρξε, όμως, ένα επώδυνο δίδαγμα από τη 12η Ιουλίου, αυτό ήταν ακριβώς πόσο «μονωμένα» και στεγανά ήταν απέναντι στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα τα κράτη, όσο και οι «θεσμοί» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αντλούν την εξουσία τους από αυτά.
Δυστυχώς, η επιχειρηματολογία περί «ρωγμών» δεν επιστρατεύτηκε μόνο εργαλειακά, για την άμεση δηλαδή υπεράσπιση/δικαιολόγηση της πολιτικής της κυβέρνησης. Αντίθετα, συνδέεται με μια πιο σοβαρή, στρατηγική θα έλεγε κανείς, μετατόπιση. Μετά την ήττα του Ιουλίου, την άλλη όψη δηλαδή της πιο κραυγαλέας ακύρωσης της λαϊκής κυριαρχίας στα χρονικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μοιάζει να κερδίζει έδαφος μια τάση που αμφισβητεί την κεντρικότητα του πολιτικού επιπέδου και τη διπλή λειτουργία του κράτους, α) ως πεδίο συμπύκνωσης του ταξικού συσχετισμού δύναμης ανά κοινωνικό σχηματισμό (και άρα ως επίδικο αντικείμενο της ταξικής πάλης), και β) ως σχέση με όριο (δομική δεσπόζουσα), ως «όργανο» για τη διατήρηση και την εμβάθυνση αυτού του συσχετισμού δύναμης – αυτού που ο Αλτουσέρ αποκαλούσε «μηχανή παραγωγής νόμιμης [καπιταλιστικής] εξουσίας».
Κάθε θεωρητικό πρόβλημα είναι, σε τελική ανάλυση, πολιτικό, εξού και η αμφισβήτηση αυτή έχει μια σοβαρή πολιτική συνέπεια: την παρουσίαση του κράτους ως ενός «παίχτη» αδύναμου, χαμένου από χέρι μπροστά στις σαφώς υπέρτερες υπερεθνικές εξουσίες. Μόνο που, προσπερνώντας τον υποτιθέμενο αδύναμο παίχτη, σημαίνει να προσπερνάς το πρωταρχικό πεδίο όπου διεξάγεται η ταξική σύγκρουση: τι νόημα έχει άραγε να αγωνιζόμαστε και να διεκδικούμε την εξουσία στην Ελλάδα (την Ιταλία, τη Γερμανία κλπ), αν το κράτος είναι «αδύναμο» και ο συσχετισμός στην Ε.Ε αρνητικός; Και τι είναι αυτή η αποδοχή της αδυναμίας, αν όχι εξιλέωση του κράτους-οργάνου για το ρόλο (του) στην έκθεση των εθνικών ατομικών κεφαλαίων στον διεθνή ανταγωνισμό, και ταυτόχρονα, την εξουσιοδότηση των υπερεθνικών θεσμών με ρόλους και ισχύ για την αποτελεσματικότερη πειθάρχηση της εργασίας;
Η εξ αριστερών «υπέρβαση» του κράτους
Για να είμαστε πιο ακριβείς, είναι σωστότερο να πούμε ότι η αμφισβήτηση της κεντρικότητας του κράτους συναντιέται σήμερα σε δύο εκδοχές, μια «αριστερή» και μια δεξιά:
Στην «αριστερή» της εκδοχή, υποστηρίζει ότι με τη χρεοκοπία της αριστερής κυβέρνησης, χρεοκόπησε μαζί και κάθε στρατηγική που επιδιώκει την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας προκειμένου να ασκηθεί αριστερή πολιτική – ακόμα κι αν η κυβερνητική εξουσία δεν γίνεται αυτοσκοπός («κυβερνητισμός»), ακόμα δηλαδή κι αν θεωρείται κόμβος, και όχι κατάληξη, του αγώνα για την πολιτική εξουσία. Η «αριστερή» αμφισβήτηση δεν ασχολείται με το πώς θα φτάσουμε στην κατάκτηση της εξουσίας: ενώ πρακτικά αποκλείει μια εκλογική νίκη ως αφετηρία τομών και ρήξεων από καλύτερες θέσεις, την ίδια στιγμή δεν θεωρεί ως λύση ούτε …την ένοπλη σύγκρουση. Αλλά τότε πώς; Από τη στιγμή που το ενδεχόμενο της ρήξης τέθηκε τους προηγούμενους μήνες στην ημερήσια διάταξη, και στο βαθμό που η ρήξη αυτή δεν είναι ζήτημα ιδεολογικής καθαρότητας, αλλά ζητούμενο για την ίδια την επιβίωση των λαϊκών τάξεων μέσα στην κρίση που παροξύνεται, το ποια θα είναι η διαδικασία και ποιο το υποκείμενο αυτής της ρήξης δεν μπορεί να παραπέμπεται στο βάθος του ιστορικού χρόνου (που ήδη συμπυκνώθηκε δραματικά), ούτε να αφήνεται στο απόλυτο αστάθμητο και, γενικώς, στην πρωτοβουλία των μαζών.
Η δεξιά «υπέρβαση» του κράτους ως απολογία της ήττας (και προοίμιο της σοσιαλδημοκρατικοποίησης…)
Στον αντίποδα της τάσης αυτής, εκδηλώνεται η «δεξιά» αμφισβήτηση της κεντρικότητας του κράτους, με τη σιωπηρή αποδοχή των θεωριών της «παγκοσμιοποίησης», σε αντικατάσταση των παρωχημένων, υποτίθεται, θεωριών του ιμπεριαλισμού.
Το σημείο εκκίνησης, εδώ, είναι μια προφανής διαπίστωση: ότι μια σειρά πολιτικών εξουσιών και οικονομικών λειτουργιών ασκούνται πια από υπερεθνικούς μηχανισμούς (Κομισιόν, ΕΚΤ). Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι ότι η εξουσία δεν διακυβεύεται πια εντός των κρατικών σχηματισμών, αλλά σε επίπεδο Ευρωζώνης ή Ευρωπαϊκής Ένωσης (συνεπώς, κάθε απαίτηση για ρήξη σε εθνικό επίπεδο συνιστά «βολονταρισμό», αν όχι εθνικισμό…), η απόσταση είναι τεράστια: είναι η απόσταση που χωρίζει τη ριζοσπαστική Αριστερά και τα δημοκρατικά αρθρωμένα κόμματά της από τη σοσιαλδημοκρατία και τα αρχηγικά μετα-δημοκρατικά της μορφώματα.
Η απόλυτη σχετικοποίηση (με το επιχείρημα της διεθνοποίησης) του μόνου επιπέδου όπου οι λαϊκοί αγώνες μπορούν ακόμα να παράγουν αποτελέσματα, του επιπέδου δηλαδή του εθνικού κράτους, έχει μια σοβαρή συνέπεια: στα συμφραζόμενα αυτής της προσέγγισης, η Ευρώπη παύει να είναι πια το προνομιακό πεδίο για την υπέρβαση του καπιταλισμού και τον σοσιαλισμό (λόγω αντικειμενικών [έκταση, παραγωγή, πληθυσμός] και υποκειμενικών συνθηκών (ιστορία κοινωνικών σχηματισμών, παραδόσεων εργατικού κινήματος)]. Με βάση τη νέα (;) συλλογιστική, η Ευρώπη γίνεται το ελάχιστο πεδίο εφαρμογής για οποιαδήποτε προοδευτική πολιτική, εφ'όσον ο δυσμενέστατος διεθνής συσχετισμός δεν επιτρέπει, υποτίθεται, κινήσεις στην κλίμακα του εθνικού κράτους.
Κάπως έτσι, ένας ορισμένος ευρωκομμουνισμός μοιάζει να επιχειρηματολογεί σαν την καρικατούρα του τροτσκισμού που κατασκεύαζαν οι σταλινικοί στον Μεσοπόλεμο. Φαίνεται δηλαδή να πιστεύει ότι η ταξική αναμέτρηση και η ρήξη, είτε θα εκδηλωθούν σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο ταυτόχρονα, είτε απλώς δεν θα υπάρξουν. Σε άλλους καιρούς, βεβαίως, ο Τρότσκι είχε διαφορετική άποψη: «Η σοσιαλιστική επανάσταση», έγραφε, «ξεκινάει στον εθνικό στίβο, ξεδιπλώνεται στο διεθνή στίβο και περατώνεται στον παγκόσμιο. Έτσι, γίνεται διαρκής, με τη νεότερη και πλατύτερη σημασία της λέξης».
Με πιο σύγχρονους όρους, αυτό που αγνοείται, στο όνομα πάντα της ...παγκοσμιοποίησης, είναι ο αναντικατάστατος διπλός ρόλος του κράτους που, οργανώνοντας την πολιτική ενότητα της αστικής τάξης, οργανώνει ταυτόχρονα την αστική τάξη ως κυρίαρχη τάξη. Γράφει επ' αυτού ο Νίκος Πουλαντζάς:
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μορφές συντονισμού της οικονομικής πολιτικής των διαφόρων κρατών αποδείχνονται σήμερα αναγκαίες (διάφοροι διεθνείς οργανισμοί, ΕΟΚ). Αλλά αυτές οι θεσμικές μορφές (αυτοί οι οργανισμοί) δεν αποτελούν, στην πραγματικότητα, μηχανισμούς που παραγκωνίζουν ή στέκονται πάνω από τα εθνικά κράτη. Και τούτο γιατί [οι] οικονομικές παρεμβάσεις του κράτους δεν είναι –όπως κάνει κάποιους να πιστεύουν μια γερά ριζωμένη παράδοση– τεχνικές και ουδέτερες λειτουργίες [...] Οι οικονομικές αυτές λειτουργίες του κράτους είναι στην πραγματικότητα εκφράσεις του συνολικού πολιτικού του ρόλου στην ταξική εκμετάλλευση και κυριαρχία ή συνάπτονται οργανικά με τον κατασταλτικό και ιδεολογικό ρόλο του στο πεδίο του ταξικού αγώνα ενός κοινωνικού σχηματισμού. [Δεν] μπορούμε να χωρίσουμε τις διάφορες παρεμβάσεις από το κράτος, με τη σκέψη ότι είναι δυνατή μια ουσιαστική μεταβίβαση των “οικονομικών λειτουργιών” σε υπερ-εθνικούς ή υπερ-κρατικούς μηχανισμούς, ενώ το εθνικό κράτος θα διατηρεί μόνο ένα ρόλο κατασταλτικό ή ιδεολογικό: το πολύ-πολύ πρόκειται, μερικές φορές, για εξουσιοδότηση στην άσκηση αυτών των λειτουργιών. [Αν] στραφούμε προς αυτή την κατεύθυνση, χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο τις πραγματικές τάσεις: δηλαδή τους εσωτερικοποιημένους μετασχηματισμούς του ίδιου του εθνικού κράτους, που αποσκοπούν στο να επωμιστεί αυτό τη διεθνοποίηση των δημόσιων λειτουργιών του απέναντι στο κεφάλαιο[1].
Στο ίδιο μήκος κύματος, οι Μηλιός και Σωτηρόπουλος σημειώνουν:
Η ενότητα των καπιταλιστών, η συμφιλίωση των αντικρουόμενων συμφερόντων τους και η συγκρότησή τους σε ενιαία πολιτική δύναμη, η διεκπεραίωση των κρίσιμων λειτουργιών για την οργάνωση της εκμετάλλευσης θα ήταν αδύνατες χωρίς τη διαρκή μεσολάβηση του κράτους. Παράλληλα, χωρίς την τελευταία, καμία στρατηγική εκμετάλλευσης δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί, γεγονός που μας επισημαίνει ότι το κράτος «είναι μέσα» και στην εργατική τάξη[2].
***
Έχοντας κάνει ορίζοντα της πολιτικής τους ό,τι επιτρέπει ο «ευρωπαϊσμός» της τρόικας, ασκώντας στην τρόικα κριτική αλλά, προς θεού, όχι πόλεμο (αν και εν μέσω πολέμου...)[3], τόσο ο «νέος» ΣΥΡΙΖΑ όσο και άλλες δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς αδυνατούν να βγάλουν συμπεράσματα από την ελληνική εμπειρία που θα βοηθούσαν στην ανάταξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Συγχέοντας έτσι την «Ευρώπη» με την αυταρχική γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και επιχειρώντας να αξιοποιήσουν τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό αυτής της τελευταίας, παραγνωρίζουν ότι, στο σύνολό της, η γραφειοκρατία αυτή είναι επιφορτισμένη με τη στεγανοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στα λαϊκά κινήματα, τις δημοκρατικές διαδικασίες και τους θεσμούς που αμφισβητούν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτοπεριοριζόμενοι στη διαχείριση, ο ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα και οι επίδοξοι μιμητές του αποτυγχάνουν να δουν την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της ως «μηχανή» θεσμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού που στεγανοποιείται μέσα στην καπιταλιστική κρίση, και αντίστοιχα, τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως συνθήκη που εξασφαλίζει τη ζωτική για το ελληνικό κεφάλαιο έκθεσή του στον διεθνή ανταγωνισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται, στην πρακτική τους, ο χώρος για την αναβίωση ενός, στην καλύτερη περίπτωση, νέου δεξιού ευρωκομμουνισμού: για την πρόσδεση της Αριστεράς, όχι πια στο άρμα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού ενάντια στον αμερικάνικο, αλλά στο άρμα των σοσιαλφιλελεύθερων Ρέντσι και Ολάντ, ενάντια στη γερμανοκρατία (sic).
Μολονότι λοιπόν το Grexit παρεμένει στην ημερήσια διάταξη (είτε ως μέσο πειθάρχησης της κυβέρνησης, είτε ως πιθανή κατάληξη ενός ανεφάρμοστου μνημονίου, είτε ως μέρος του γερμανικού σχεδίου, όπως υποστηρίζεται), κάθε άποψη που θεωρεί αναγκαίο ένα σχέδιο ρήξης με την Ευρωζώνη αντιμετωπίζεται ως απόπειρα απόδρασης από τις ευθύνες της πραγματικής πολιτικής, αν όχι ως απόπειρα ...εξ εφόδου απόδρασης από τον διεθνή συσχετισμό. Όσα διεθνιστικά προσχήματα κι αν ενδύεται, ωστόσο, η αδιαφορία για τη συγκρότηση ενός τέτοιου σχεδίου (και του αντίστοιχου υποκειμένου της ρήξης...), στην πραγματικότητα είναι η άλλη όψη της ειρηνικής συνύπαρξης με τον ελληνικό αστισμό και το αναπτυξιακό «όραμά» του, όπως αυτό συνοψίζεται στο τρίπτυχο «αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας – ΕΣΠΑ – πειθάρχηση της εργασίας μέσω της πρόσδεσης στο μηχανισμό του ευρώ».
Εν κατακλείδι: Από την «Ευρώπη-χώρο» στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια στρατηγική ρήξης με την Ευρωζώνη δεν θα είναι μια ευχάριστη βόλτα στον ήλιο, πολύ περισσότερο χωρίς ένα ευρωπαϊκό μέτωπο αντικαπιταλιστικών κινημάτων και αντινεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Είναι όμως άλλο αυτό, και κάτι τελείως διαφορετικό η θεωρητικοποίηση της αποφυγής της ρήξης με σχήματα που καθιστούν την ήττα και την ενσωμάτωση μη αναστρέψιμες. Παρά τη συνθηκολόγηση της πρώτης μεταπολεμικής αριστερής κυβέρνησης στην Ευρώπη, αν όχι ακριβώς εξαιτίας της, η ταξική πάλη συνεχίζεται – και διεξάγεται πρωτίστως εντός των κοινωνικών σχηματισμών, όχι δηλαδή σε κάποια αφηρημένη διεθνή σφαίρα, πράγμα που αν ίσχυε, μεταξύ άλλων θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την ύπαρξη και τη λειτουργία κομμάτων της Αριστεράς. Οι κοινωνικοί σχηματισμοί ακόμα περιβάλλονται από σύνορα, που «τυγχάνει» να οριοθετούν κράτη, όπως μας θύμισε πρόσφατα η μονομερής άρση της Συνθήκης Σένγκεν από τη Γερμανία. «Δεν μπορεί κανείς να μετακινηθεί μέσα σε τούτο τον χώρο παρά διαβαίνοντας σύνορα: ο ιμπεριαλισμός είναι συνυπόστατος με το σύγχρονο έθνος καθότι δεν μπορεί παρά να είναι δι-, ή μάλλον υπερ-εθνικοποίηση των εργασιακών διαδικασιών και του κεφαλαίου», θυμίζει ο Νίκος Πουλαντζάς[4].
Η εξουσία, με άλλα λόγια, συνεχίζει κατά βάση να συγκροτείται στα κράτη, εκεί δηλαδή όπου εγγράφονται ακόμα, έστω εν μέρει ή αντιφατικά, τα ίχνη των λαϊκών αγώνων. Γι' αυτό και το ενδεχόμενο μιας ριζοσπαστικής αλλαγής στην Ελλάδα έβγαλε στους δρόμους εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως αντίστροφα, η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα συγκρατεί σήμερα τη δυναμική του Podemos στην Ισπανία.
Η ιμπεριαλιστική επιβολή που ακύρωσε τον συστημικό κίνδυνο στην Ελλάδα, μας υποχρεώνει, αντί της εξιδανίκευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως αποκλειστικού χώρου άσκησης μιας εναλλακτικής πολιτικής, να σώσουμε από τη σκόνη τις θεωρίες για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και τις εντάσεις της: να μη διαγράψουμε την μέχρι τώρα μαρξιστική θεωρία για το κράτος και την κεντρικότητά του, όπως και τη λενινιστική θεωρητική τομή: εκείνη δηλαδή τη «στιγμή» της θεωρίας που είδε τον ιμπεριαλισμό ως «αλυσίδα», οι κρίκοι της οποίας αναπτύσσονται άνισα, και ορισμένοι εξ αυτών συσσωρεύουν, λόγω ταξικών αγώνων, περισσότερες εντάσεις – εξού και θεωρούνται οι πλέον «ευάλωτοι» για την εκδήλωση ριζικών μετασχηματισμών/ανατροπών.
Η επιμονή στην κεντρικότητα του κράτους έχει, βεβαίως, τους γνωστούς κινδύνους που εγκυμονεί η «μονοκαλλιέργεια» της κεντρικής πολιτικής. Σε αντίθεση με τους βλοσυρούς κομμουνιστές της εποχής του, ο Πιέτρο Ινγκράο διέβλεπε τον κίνδυνο «να [βλέπουμε] μόνο όσα συμβαίνουν μέσα στον περίβολο του πολιτικού συστήματος [και να μην] αντιλαμβανόμαστε το πραγματικό μέγεθος της κρίσης [καθώς] οι θεσμοί εκπροσώπησης έχουν αλλάξει σε σχέση με τους βίαιους μετασχηματισμούς που υπέστησαν οι χώροι κοινής διαβίωσης: τα εργοστάσια, τα γραφεία και τα σχολεία, οι μητροπόλεις και τα προάστιά τους, οι τρόποι μετακίνησης και επικοινωνίας»[5]. Έχουμε επίγνωση των κινδύνων αυτών. Έχουμε, όμως, και την πεποίθηση ότι η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς οφείλει να αναμετρηθεί με τις θεωρητικές παραδόσεις για το κράτος και τον ιμπεριαλισμό, αντί να τις σνομπάρει χάριν των καθηκόντων της άμεσης πολιτικής.
_______________________
Σημειώσεις
[1] Νίκος Πουλαντζάς, Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό (μτφρ.: Ν. Μηλιόπουλος), Θεμέλιο, Αθήνα 2001
[2] Γ. Μηλιός, Δ. Σωτηρόπουλος, «Η έννοια του ιμπεριαλισμού και η μαρξική θεωρία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου», Θέσεις, τ. 110, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010
[3]   Μιλώντας πρόσφατα στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας των Podemos θα πει: «Θεωρώ ανοησία κάθε συζήτηση για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Είναι άλλο να κάνουμε κριτική στο ευρώ και άλλο πόλεμο εναντίον του. Πώς λες σε κάποιον που έχει λίγα χρήματα σε τραπεζικές καταθέσεις, πως πλέον αυτά θα μετατραπούν σε εθνικό νόμισμα; Υπάρχουν τεράστια προβλήματα εντός ευρώ, αλλά εκτός θα είναι ακόμα μεγαλύτερα. Το ευρώ είναι το νόμισμά μας τώρα και αυτό συνιστά μια πραγματικότητα, στην οποία έχουμε συμφωνήσει και με την οποία θα πορευτούμε, διατηρώντας κριτική στάση απέναντί της». Συνέντευξη στη Νόρα Ράλλη, 26.9.2015
[4] Νίκος Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, (κεφ. 4: Το έθνος. Ι. Η χωρική μήτρα: το έδαφος)Θεμέλιο, Αθήνα 1982
[5] Πιέτρο Ινγκράο, Η αγανάκτηση δεν αρκεί (μτφρ.: Τόνια Τσίτσοβιτς)Εύμαρος, Αθήνα 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου