[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου /ARti news ]
Πέθανε ο νομπελίστας Ίμρε Κέρτες. Έγινε γνωστός με το «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» (1975) όπου παρουσιάζει μια ανατρεπτική για εκείνη την εποχή προσέγγιση του Ολοκαυτώματος, παραπλήσια με αυτή της ταινίας του Μπενίνι «Η ζωή είναι ωραία». Γιατί «ακόμα κι εκεί» γράφει «στις καπνοδόχους, στα διαλείμματα ανάμεσα σε όλα εκείνα τα μαρτύρια υπήρχε κάτι που έμοιαζε με ευτυχία.
Όλοι με ρωτούν για τα δεινά, για τις ‘’φρικαλεότητες’’: παρόλο που για μένα αυτή ακριβώς η ανάμνηση (σσ. των ευτυχισμένων στιγμών) είναι εκείνη που αξίζει περισσότερο απ’ όλες να θυμάμαι...». Η ευτυχία εντούτοις είναι μια παγίδα, «καραδοκεί σαν αναπόφευκτη παγίδα». Τότε για ποια «ευτυχία» μιλάει ο Κέρτες; Για εκείνη ίσως που δικαιολογεί τη ζωή και δεν τη ρίχνει από τις σκάλες στο κενό, όπως στην περίπτωση του Λεβί. Για την ευτυχία που συμπυκνώνεται στην ύπαρξη του Μπάντι Τσιτρόμ, του Πιέτκα, του Μπόχους, εκείνων που ήταν οι εξαιρέσεις,
Y a de l’ un, υπάρχει ο Ένας σημειώνει ο Ζίζεκ στην περιγραφή των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Οι πλειονότητα των Εβραίων μέσα στις συνθήκες της κόλασης είχε καταρρεύσει, παλινδρομώντας σ’ έναν σχεδόν ζωώδη «εγωτισμό» που είχε καταφύγει για λόγους επιβίωσης σε διάφορες μικρές και μεγάλες «ανηθικότητες». Αλλά τότε και πάντα υπήρχε ο Ένας που δεν κατέρρεε, ένα άτομο που δεν λύγιζε, διατηρώντας την πέρα από κάθε λογική γενναιοδωρία και αξιοπρέπεια. Αυτός ο Ένας ήταν το στήριγμα της ανθρώπινης αλληλεγγύης και του κοινωνικού δεσμού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο πλαίσιο μιας στρατηγικής της επιβίωσης, η οποία, όμως, δεν αποδεχόταν την υποταγή και τη συνεργασία.
Το μυθιστόρημα του Κέρτες είναι ένα οδοιπορικό του ίδιου στη ναζιστική κόλαση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου όμως είχε την τύχη να βρει μπροστά του εκείνες τις εξαιρέσεις που του έσωσαν τη ζωή αλλά και την ψυχή. Γιατί το πρόβλημα για όσους επέζησαν ήταν πως θα μπορούσαν πλέον να ζήσουν με νεκρωμένες αισθήσεις, με τα αφυδατωμένα σαν τα λαχανικά της γερμανικής σούπας συναισθήματα και το «Μίσος», το μίσος «για όλους»! «Πρέπει να ξεχάσεις τις φρικαλεότητες» λέει ο γέρο-Φλάισμαν «για να μπορέσεις να ζήσεις». Αυτό είναι εν μέρει σωστό, αλλά πως μπορεί κάποιος να «διατάξει τη μνήμη του να ξεχάσει»; Ο Κέρτες ήξερε ότι δεν αρκεί να απωθήσεις στη μνήμη τον εφιάλτη του παρελθόντος, γιατί αυτός ενεργοποιείται εκ νέου και εισβάλει από το παράθυρο της νεύρωσης. «Το θέμα δεν είναι να ξεχαστεί μια εποχή σαν να ’ταν εφιάλτης: ο εφιάλτης ήταν εκείνοι, θα έπρεπε λοιπόν να ξεχάσουν τους εαυτούς τους για να μπορέσουν να ζήσουν. Πώς μπορούμε να ξέρουμε όμως αν μετά από ένα μακρόχρονο θάνατο είναι δυνατό, είναι δελεαστικό να ξαναζήσει κανείς;». Μ’ αυτό το ερώτημα ξεκινά το ταξίδι της συμφιλίωσης του παρελθόντος με το μέλλον, του «εγώ» και του «άλλου», των δύο εαυτών.
Η όλη προσπάθεια έγκειται στην απέκδυση της θυματοποίησης μέσω της συμφιλίωσης μαζί της: «Υπάρχει μια κάποια αξιοπρέπεια στο γεγονός ότι ο άνθρωπος τελικά εκτελεί τη διαταγή του φόνου και υπομένει με στωικότητα το στιγματισμό και τη σφαγή του. Στη νωθρότητα -στη νωθρότητα του ρόλου του θύματος- υπάρχει κάτι το μεγαλοπρεπές. Όσον αφορά εμένα, διαισθάνομαι ήδη ότι θα περιμένω στη θέση μου, το πολύ πολύ να μεγαλώσει η αηδία μου», γράφει στο ημερολόγιο του «Εγώ ένας άλλος». Μεγαλοπρέπεια και αηδία εν ταυτώ. Οι αντιφάσεις και οι εκπλήξεις με τις οποίες εκπλήσσουμε τους εαυτούς μας εμφανίζονται αδιαλείπτως. Ο «στιγματισμός», η εβραϊκή καταγωγή είναι «ένα οίδημα»! Ο Κέρτες χρησιμοποιεί τη ρήση του Βιτγκενστάιν για να δηλώσει ότι «Ο στιγματισμός μου είναι η αρρώστια μου, συγχρόνως όμως και ο εγγυητής, το μέσο που ντοπάρει τη ζωντάνια μου, απ’ αυτόν αντλώ την έμπνευσή μου, όταν ξαφνικά και με μια τρελή κραυγή, σαν να έχω πάθει κρίση, μεταπηδώ από το είναι στο γράφειν».
Αλλά το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης διαδέχεται το κομμουνιστικό καθεστώς και οι διώξεις εναντίον του Κέρτες. Ύστερα έρχεται μία ακόμη απελευθέρωση!
«...Η πόρτα του κελιού όπου παρέμεινα κρατούμενος επί σαράντα χρόνια, αν και τρίζοντας, άνοιξε και ίσως αυτό είναι αρκετό για να αναστατωθώ... Θα έπρεπε λοιπόν να ξαναγεννηθώ, να «άνθρωπος χωρίς πεπρωμένο», το εσαεί θύμα, το νόμπελ λογοτεχνίας του 2002, ο Ίμρε Κέρτες, βρίσκεται μπροστά σε μία ακόμη μεγάλη αλλαγή: το τείχος του Βερολίνου πέφτει, κι ενώ προσπαθεί να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας του, δεν μπορεί να αναπνεύσει, παθαίνει ασφυξία. Το πρόσωπό του, μέσα σ’ αυτή την ξαφνική απελευθέρωση όλων των τροπισμών, μένει πετρωμένο από το σοκ σαν την πεταλούδα στο φως. Για μία ακόμη φορά πρέπει να «αλλάξει» εαυτό, να ξαναγεννηθεί, «αλλά να γίνει τι;» Ο «στιγματισμός» λόγω της εβραϊκής καταγωγής του δεν υπάρχει πια και γι’ αυτό δυσκολεύεται να γράψει, ακόμη και να ζήσει. «Φοβάμαι για τη μοναξιά μου, για τις οικείες ώρες της ανάγνωσης και της αυτομαστίγωσης, για την κρυμμένη πηγή ενέργειας της μοναξιάς, γι’ αυτό τον παλιό, πεισματικό τρόπο ζωής... Ήταν μια μεγάλη περιπέτεια, μια ευχαρίστηση που την έζησα με εσκεμμένη απουσία χαράς και τώρα την αναπολώ όπως ο γέροντας τα νιάτα του»! Μετά το μικρό περίπατο στο Λιντς, στη σελίδα 62 του «Εγώ ένας άλλος», γίνεται μία ακόμη δήλωση: «Η μοναδική μου ταυτότητα είναι αυτή της συγγραφής. (Μια ταυτότητα γράφουσα εαυτόν). Ποιος είμαι κατά τ’ άλλα;» Η απόφανση παραμένει ατελής και το πεπρωμένο παραμένει η αναζήτηση νέων θανάτων.
μεταμορφωθώ - αλλά σε ποιον, σε τι;» Ο έγκλειστος του Άουσβιτς και του Μπούχενβαλντ σε ηλικία μόλις δεκαπέντε χρόνων, ο «στιγματισμένος» εβραίος, ο «ανεπιθύμητος», ο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου