Με αφορμή τις αυστριακές προεδρικές εκλογές, το άρθρο τοποθετεί την άνοδο της ακροδεξιάς στην Αυστρία στο πλαίσιο της πολιτικής κρίσης των κυβερνητικών κομμάτων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Εξετάζει τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρουσιάζει στοιχεία που τεκμηριώνουν ότι οι αντιδημοκρατικές δομές της ΕΕ και η αντιλαϊκή και αυταρχική πολιτική της τροφοδοτούν όχι μόνο την ακροδεξιά αλλά και πάσης φύσεως αντιδραστικές δυνάμεις.
Του Κέβιν Οβέντεν
Η Ευρώπη προκαλεί πόλωση – η Αυστρία διαιρείται
Την Κυριακή 22/5, το τελικό αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου των αυστριακών προεδρικών εκλογών έφερε τον υποψήφιο του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας (FPÖ) δεύτερο, με απόσταση μόλις 30.000ψήφων από την προεδρία. Αυτό σήμανε συναγερμό έναντι ενδεχόμενων βάρβαρων εκβάσεων στην πολλαπλή κρίση που καταβροχθίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Το FPÖ είναι ένα ακροδεξιό κόμμα με ναζιστικές καταβολές και φασιστικό πυρήνα. Ο αρχηγός του, Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, ανδρώθηκε στις φασιστικές συμμορίες του δρόμου. Επιδιώκει να γίνει καγκελάριος (πρωθυπουργός) της Αυστρίας στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές, τον Οκτώβριο του 2018.
Ο προεδρικός υποψήφιος του FPÖ, Νόρμπερτ Χόφερ, έχει παρόμοιο ιστορικό, με θητεία σε μία από τις υπερεθνικιστικές γερμανικές φοιτητικές ενώσεις. Περηφανεύεται ότι πρόσφατα αγόρασε ένα πιστόλιGlock-26. Όταν του ειπώθηκε, κατά τη διάρκεια της προεδρικής καμπάνιας, ότι η θέση του προέδρου είναι διακοσμητική, απάντησε: “Θα εκπλαγείτε όταν δείτε πόσα μπορούν να γίνουν”.
Το περασμένο καλοκαίρι, οι εικόνες από την Αυστρία ήταν διαφορετικές. Καθώς κατέφθαναν οι πρόσφυγες μαζικά, με τρένα ή πεζοί, μέσω της γειτονικής Ουγγαρίας, τα διεθνή ΜΜΕ ήταν γεμάτα με βίντεο που έδειχναν την εγκάρδια υποδοχή τους στη Βιέννη.
Ο δήμαρχος της πόλης –παλιό στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPÖ) – έδωσε οδηγίες στην αστυνομία να βοηθήσει τους πρόσφυγες. Πράγμα που έγινε.
Οι εικόνες των χαμογελαστών Βιεννέζων αστυνομικών –πολλοί από τους οποίους ήταν συγκινημένοι- να μεταφέρουν νήπια Σύρων από τα τρένα που έφταναν στο σταθμό Hauptbahnhof έρχονταν σε έντονη αντίθεση με εκείνες των Ούγγρων συναδέλφων τους που χτυπούσαν και έσπρωχναν σαν ζώα τους ίδιους πρόσφυγες στη Βουδαπέστη.
Η λαϊκή αλληλεγγύη ξεπέρασε κατά πολύ αυτή που επέδειξε το κράτος. Όταν οι ουγγρικές αρχές θέλησαν να σταματήσουν τη μετακίνηση των προσφύγων, πολλοί, κατά κανόνα νέοι, Αυστριακοί πήγαν στα σύνορα με τρόφιμα και νερό για τους πρόσφυγες και με αυτοκίνητα για να τους μεταφέρουν σε ασφαλές μέρος.
Και όταν οι ρατσιστικές δυνάμεις άρχισαν να ξεσηκώνουν τον κόσμο ενάντια στις νέες αφίξεις, η Βιέννη είδε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να διαμαρτύρονται στους δρόμους. Ήταν μία από τις πολλές διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη, στο τέλος του καλοκαιριού του 2015, που αξίωνε: “Πέστε το δυνατά, πέστε το καθαρά: οι πρόσφυγες είναι ευπρόσδεκτοι εδώ”.
Όλα αυτά φαίνονται τώρα σαν μια θολή ανάμνηση. Η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων στην Αυστρία και στην Ευρώπη είναι τρομακτικά εντυπωσιακή. Όταν δει κανείς το γεγονός αυτό μέσα από τον φακό των ευρωπαϊκών ΜΜΕ που λοξοκοιτάζουν προς την ακροδεξιά και με δεδομένη την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών ελίτ να αρνηθούν ακόμη και την ύπαρξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μπορεί να σκεφτεί ότι ίσως το κίνημα που καλωσόριζε τους πρόσφυγες το περασμένο καλοκαίρι δεν υπήρξε ποτέ.
Κι όμως υπήρξε. Όπως και η παραλίγο είσοδος ενός οπλοφόρου φασίστα στο προεδρικό ανάκτορο Χόμπουργκ, στη Βιέννη, την Κυριακή 22/5. Πώς μπορεί να συμβαίνουν και τα δύο αυτά γεγονότα ταυτόχρονα;
Κι όμως, το ένα δεν παραγκώνισε το άλλο. Συνεχίζουν να συνυπάρχουν. Γι' αυτό και οι ψηφοφόροι, που συμμετείχαν μαζικά στις εκλογές, χωρίστηκαν στη μέση, σχεδόν 50:50.
Η Αυστρία είναι διαιρεμένη. Η πιο σαφής έκφραση αυτής της διαίρεσης είναι ανάμεσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο/κωμοπόλεις. Ο Αλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν, πρώην ηγέτης των Πρασίνων και υποψήφιος για την προεδρία ως ανεξάρτητος, είχε καθαρή πλειοψηφία στις πόλεις της Αυστρίας. Τον φασίστα Χόφερ τον ψήφισαν τα χωριά, οι κωμοπόλεις και οι αγροτικές περιοχές.
Αυτή η γεωγραφική διαίρεση μαρτυρά την κοινωνική και πολιτική διαίρεση της χώρας. Το FPÖ προσελκύει οπαδούς σε όλη τη χώρα, αλλά είχε πλειοψηφική εκλογική στήριξη σε περιοχές που επί δεκαετίες ήταν το λίκνο της συντηρητικής και κατεστημένης Δεξιάς – του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος (ÖVP).
Για πρώτη φορά εμφανίστηκε σε μια απ’ αυτές τις περιοχές, στην ευημερούσα επαρχία της Καρινθίας, πριν από τρεις δεκαετίες, όταν επικράτησε εκεί ο εκλιπών ηγέτης του, Γιεργκ Χάιντερ.
Από αυτό το συνοριακό προγεφύρωμα επεκτάθηκε. Τώρα το FPÖ υποστηρίζεται εκλογικά, σε σημαντικό βαθμό, από τους χειρώνακτες εργάτες. Κάποιες έρευνες δείχνουν ότι είναι το πιο δημοφιλές κόμμα μεταξύ των συνδικαλισμένων εργατών. Όμως, δεν άρχισε από αυτά τα στρώματα η προέλασή του, που το έφερε στη δεύτερη θέση με 27%, στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2000, και ως εταίρο στην κυβέρνηση με το κεντροδεξιό ÖVP, για κάποια χρόνια.
Το FPÖ δεν κατέκτησε την υποστήριξη της εργατικής τάξης εκ των έσω. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPÖ) και η αρτηριοσκληρωτική γραφειοκρατία των συνδικάτων προσκολλήθηκε σ' αυτό, εγκαταλείποντας τους εργαζόμενους που τους υποστήριζαν. Άνοιξαν την πόρτα και επέτρεψαν στο FPÖ να μπει.
Η κρίση του πολιτικού Κέντρου
Οι μεγάλοι συνασπισμοί μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς έχουν γίνει κάτι το σύνηθες στην Ευρώπη στα χρόνια της κρίσης: η Γερμανία και η Ελλάδα (ανάμεσα στο 2012 και στο 2015) είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι μεγάλοι συνασπισμοί αποτελούν την αντίδραση των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων στη μείωση των ψήφων και της κοινωνικής υποστήριξής τους.
Τέτοιοι συνασπισμοί δεν είναι κάτι νέο στην Αυστρία. Ακόμη και στις ελάχιστες περιπτώσεις από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που δεν υπήρχε επίσημος συνασπισμός μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού και του Λαϊκού Κόμματος, κυβερνούσαν μαζί σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και μοίραζαν τις κρατικές θέσεις, επωφελούμενα από τα επικερδή συμβόλαια που τις συνόδευαν.
Από τα μέσα του 1990 και εξής –με τη στροφή στον μπλερικό νεοφιλελευθερισμό και στο δόγμα της λιτότητας, ύστερα από το κραχ του 2008 – η σύμπραξη με τη Δεξιά είχε ως συνέπεια το σοσιαλδημοκρατικό SPÖ να διαχωριστεί πλήρως από την εργατική τάξη.
Στις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές, το SPÖ ήλθε πρώτο και ηγήθηκε ενός ακόμη συνασπισμού μαζί με το κεντροδεξιό ÖVP. Όμως, στην πρωτομαγιάτικη διαδήλωση της Βιέννης φέτος, που συμμετείχαν 80.000 εργαζόμενοι, ο τότε καγκελάριος της Αυστρίας σοσιαλδημοκράτης Βέρνερ Φάιμαν και η ελίτ του κόμματός του γιουχαΐστηκαν και διώχτηκαν από τη διαδήλωση. Μετά απ' αυτό το γεγονός, αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Ένα πρόσφατο άρθρο ανάλυσης στο γερμανικό περιοδικό “Der Spiegel" συνέλαβε σε βάθος τα αισθήματα αποξένωσης μέσα στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα της Αυστρίας:
“Συντριβόμαστε από την παγκοσμιοποίηση. Κανείς δεν μας ακούει και η οικονομία της αγοράς ωφελεί άλλους”.
Και το άρθρο συνέχιζε: “Όμως, το (φασιστικό) FPÖ ακούει και προσφέρει στα γρήγορα απλές λύσεις: Κλείστε τις πόρτες. Κλείστε έξω τους μετανάστες”.
Πώς είναι δυνατόν αυτή η απλοϊκή και ψευδής λύση να έχει τόση απήχηση, όταν πριν από ένα μόλις χρόνο η Αυστρία διαδήλωνε και δήλωνε έμπρακτα το αντίθετο;
Η απάντηση δεν είναι ότι η ακροδεξιά έφτιαξε κάποιο Wunderwaffe–ένα θαυματουργό όπλο αντιμεταναστευτικού και αντιμουσουλμανικού ρατσισμού- και το έβαλε στα χέρια των κατοίκων των κωμοπόλεων της Αυστρίας για να πυροβολούν στις πύλες του προεδρικού μεγάρου, μέχρι να ξηλώσουν τους μεντεσέδες τους.
Η κυβέρνηση της οποίας ηγείται το σοσιαλδημοκρατικό SPÖ υιοθέτησε ρατσιστική πολιτική, άνοιξε τις πύλες στους φασίστες βαρβάρους και διέλυσε τις καταπτοημένες φρουρές που είχαν βγει στους δρόμους κατά δεκάδες χιλιάδες το περσινό καλοκαίρι.
Ο σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος Φάιμαν το τρέχον έτος αντέστρεψε την πολιτική του απέναντι στους πρόσφυγες, αποκλείοντας την είσοδό τους. Αυτή η αλλαγή πολιτικής ήταν μέρος του σχεδίου της κυβέρνησης της Άνγκελα Μέρκελ να σταματήσουν εντελώς οι ροές των προσφύγων προς την Ευρώπη.
Η πρώτη συνέπεια του σχεδίου της Μέρκελ ήταν η συμφωνία της ντροπής ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία, η οποία βασίζεται στην αυταρχική κυβέρνηση της Άγκυρας που χρησιμοποιεί το μονοπώλιο της νόμιμης βίας του τουρκικού κράτους, για να σταματήσει το πέρασμα των προσφύγων στην Ευρώπη.
Η δεύτερη συνέπεια είναι η συνέχιση της ανέγερσης φρακτών από συρματοπλέγματα και η επαναφορά των στρατιωτικοποιημένων συνόρων μέσα στην Ευρώπη. Ανάμεσα, μεταξύ άλλων, στην Αυστρία και τη Σλοβενία και στην Αυστρία και την Ιταλία – στην οποία οι πρόσφυγες προσπαθούν τώρα να φτάσουν από την πιο ριψοκίνδυνη διαδρομή μέσω Λιβύης.
Η τρίτη –οδυνηρά εμφανής στην Αυστρία- συνέπεια είναι η αναζωογόνηση και η νομιμοποίηση των ακροδεξιών δυνάμεων σ' όλη την Ευρώπη. Πέρσι το καλοκαίρι, όταν έφταναν οι πρόσφυγες, δεν τολμούσαν να βγουν στους δρόμους. Περιορίζονταν σε νυχτερινές επιθέσεις εναντίον προσφυγικών καταλυμάτων ή εναντίον μουσουλμανικών τόπων λατρείας και μουσουλμανικών ιδιοκτησιών.
Συνεπώς: Δεν προκάλεσαν οι αφίξεις των προσφύγων την πρόσφατη άνοδο της ακροδεξιάς. Την προκάλεσαν τα κατά των προσφύγων μέτρα που έλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών.
Το κατεστημένο και η ακροδεξιά
Ποιο, λοιπόν, είναι το αποτελεσματικό εμπόδιο στην περαιτέρω άνοδο της ακροδεξιάς; Ασφαλώς όχι το αυστριακό κατεστημένο και οι πολιτικές του δυνάμεις. Περιλαμβανομένου του νέου προέδρου Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν.
Ήταν ο υποψήφιος που στήριξε το πολιτικό κατεστημένο στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Και τα δύο κόμματα της κυβέρνησης συνασπισμού, δεξιό και σοσιαλδημοκρατικό, δεν άλλαξαν ούτε κατ' ελάχιστο την πολιτική που άνοιξε το δρόμο για να φτάσει μια ανάσα από τη νίκη ο υποψήφιος του ακροδεξιού FPÖ.
Τη θέση του παραιτηθέντος Φάιμαν κατέλαβε ο Κρίστιαν Κερν, επίσης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος -SPÖ, ως καγκελάριος. Ήταν το αφεντικό των κρατικών σιδηροδρόμων της Αυστρίας. Δεσμεύτηκε στην ίδια πολιτική της λιτότητας και του “Φρουρίου Ευρώπη”, όπως και ο προκάτοχός του. Υπάρχει μεγάλη διαμάχη μέσα στο SPÖ, το οποίο , όπως και το δεξιό ÖVP, κατάφερε ο προεδρικός υποψήφιός του να πάρει μόλις 11% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Αριστερές φωνές που επέκριναν την αντιμεταναστευτική στροφή του Φάιμαν δείχνουν το παράδειγμα του Τζέρεμι Κόρμπιν στη Βρετανία ως μια εναλλακτική για το κόμμα. Όμως, μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υπάρχει ένα μεγάλο δεξιό μπλοκ που υποστηρίζει ότι ο Φάιμαν δεν εφάρμοσε στον απαιτούμενο βαθμό τη λιτότητα ούτε τα αντιμεταναστευτικά μέτρα.
Ένα από τα εξέχοντα μέλη αυτού του δεξιού μπλοκ είναι ο Χανς Νισλ, κυβερνήτης της φτωχοποιημένης ανατολικής επαρχίας του Μπούργκενλαντ επί 15 χρόνια. Το περασμένο έτος γαντζώθηκε στην εξουσία συμπράττοντας με το ακροδεξιό FPÖ.
Η αντίδρασή του στη μείωση της εργατικής υποστήριξης προς το κόμμα του είναι οικεία σε όποιον έχει ακούσει για τη συμπεριφορά της δεξιάς πτέρυγας του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού (SPD), του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ή των ομοίων τους σε όλη την Ευρώπη. Μιλούσε ασαφώς, λέγοντας ότι “ακούει τις ανησυχίες των ανθρώπων”. Με αυτό όμως δεν εννοούσε την πικρία τους που τους συνθλίβουν οι μεγάλες επιχειρήσεις, η καπιταλιστική Ευρώπη και τους στραπατσάρει η λιτότητα.
Εννοούσε ότι ακούει τη λαϊκή ηχώ του αντιμεταναστευτικού και αντιμουσουλμανικού ρατσισμού που εκπέμπει η κατεστημένη Δεξιά και η ακροδεξιά και διογκώνουν τα επιχειρηματικά ΜΜΕ.
Η “έξυπνη” συμφωνία συνασπισμού στην ανατολική επαρχία, το περασμένο έτος, υποτίθεται ότι θα καθήλωνε την ακροδεξιά, αλλά αποδείχθηκε καταστροφική. Ο υποψήφιος Χόφερ, που έφτασε πολύ κοντά στο να εκλεγεί πρόεδρος, κατάγεται από το Μπούργκερλαντ. Έχοντας ως βάση του αυτή την περιοχή, απευθύνθηκε σε όλη τη χώρα στις φετινές προεδρικές εκλογές.
Ο αρχαιότερος συνδικαλιστής της Αυστρίας υιοθέτησε τη “γραμμή Μπούργκερλαντ”, λέγοντας ότι η Κεντροαριστερά θα πρέπει να διευκολύνει το ακροδεξιό FPÖ ως εναλλακτική λύση, προκειμένου να αντισταθεί. Όχι με την αντιπαράθεση, αλλά με τη συνεργασία θα κερδίσει ξανά το σοσιαλδημοκρατικό SPÖεκείνους τους εργάτες που ξεγέλασε το FPÖ. Λέει: “Δεν μπορούμε να σπρώξουμε το 35% που ψήφισε τον Χόφερ στη Δεξιά”. Η θέση του είναι να σπρώξουν το SPÖ προς τα δεξιά.
Αυτή η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας οδήγησε κάποια προοδευτικά στρώματα των πόλεων να στηρίξουν τις ελπίδες τους στον νέο “φιλο-ευρωπαϊστή” πρόεδρο ώστε, σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να ορθωθούν εμπόδια για να μην ανέλθει η ακροδεξιά στην κυβερνητική εξουσία τα επόμενα χρόνια.
Ο Βαν ντερ Μπέλεν έκανε πολλές ρεβεράντζες στην ακροδεξιά κατά τη διάρκεια της εκλογικής καμπάνιας, λέγοντας σε αρκετές περιπτώσεις ότι συμφωνούσε με τον “κύριο Χόφερ” και επιδεικνύοντας τον πατριωτισμό του με το να επαναλαμβάνει στα συνθήματά του τον όρο “πατρίδα”, όπως τον χρησιμοποιεί η ακροδεξιά.
Έχει δηλώσει ότι θα χρησιμοποιήσει τις περιορισμένες συνταγματικές εξουσίες του για να εναντιωθεί στο FPÖ. Αλλά όταν ρωτήθηκε αν θα ορκίσει –πράγμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του- καγκελάριο του FPÖ, εάν η ακροδεξιά πλειοψηφήσει στις κοινοβουλευτικές εκλογές, απάντησε ότι θα το έκανε υπό έναν όρο.
Εάν το FPÖ απειλούσε με αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε δεν θα όρκιζε τον Στράχε ή οποιονδήποτε άλλο ακροδεξιό ως καγκελάριο.
Είναι μια διπλά καταστροφική θέση. Πρώτον, στην πράξη είπε ότι θα αποδεχθεί μια ακροδεξιά κυβέρνηση στο μέλλον. Δεύτερον, η δήλωση πως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την κόκκινη γραμμή του στην πραγματικότητα θα καταστήσει περισσότερο και όχι λιγότερο πιθανή μια νίκη της ακροδεξιάς στις μελλοντικές αυστριακές κοινοβουλευτικές εκλογές.
Η σχέση του FPÖ με την Ευρωπαϊκή Ένωση
Η θέση του FPÖ για την ένταξη της Αυστρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση γνώρισε μεγάλες διακυμάνσεις. Το 1995, εναντιώθηκε στην ένταξη. Αλλά δεν προέβαλε καμιά ένσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν συμμετείχε στην κυβέρνηση μαζί με τη Δεξιά, 5 χρόνια αργότερα, το 2000.
Η τρέχουσα θέση του είναι η παραμονή στην ΕΕ, εκτός αν ενταχθεί η Τουρκία. Αν γίνει αυτό θα πιέσει για την αποχώρηση της Αυστρίας από την ΕΕ.
Παρόμοια θέση έχουν και πολιτικοί του αυστριακού κατεστημένου. Η οξεία αντίθεση στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ αποτελεί στοιχείο της σκέψης του αυστριακού κατεστημένου, του δεξιού Λαϊκού Κόμματος ÖVP και (σε μεγάλο βαθμό) του σοσιαλδημοκρατικού - SPÖ.
Περίπου πριν από μία δεκαετία, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας επικαλέστηκε το “φάντασμα του 1683” και τη νίκη επί του τουρκικού στρατού στις “πύλες της Βιέννης” - σήμερα το επικαλούνται οι φασίστες ισλαμόφοβοι σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική-, προκειμένου να ακυρωθεί η τότε επιχειρούμενη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ.
Ο ανίσχυρος όρος του Βαν ντερ Μπέλεν μπορεί να ικανοποιηθεί εύκολα από οποιονδήποτε μελλοντικό καγκελάριο του FPÖ. Ο ίδιος ο όρος παρουσιάζει τη φασιστική δεξιά ελάχιστα διαφορετική από τους πολιτικούς του αυστριακού κατεστημένου, εφόσον όλοι συμμερίζονται την ίδια άποψη όσον αφορά την ΕΕ και επιδεικνύουν την ίδια εχθρότητα προς την Τουρκία και τους Τούρκους μετανάστες (αλλά όχι προς τον Ερντογάν που επιβάλλει την ενάντια στους πρόσφυγες συμφωνία).
Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ακόμη μικρότερο εμπόδιο στην προέλαση του φασισμού στην Αυστρία, και αλλού, από όσο ο πρόσφατα εκλεγείς πρόεδρος της χώρας.
Αξιωματούχοι και πολιτικοί της ΕΕ έκαναν πολλές αποκαλυπτικές δηλώσεις στην πορεία προς τον δεύτερο γύρο των αυστριακών προεδρικών εκλογών. Προβλέποντας μια πιθανή νίκη της ακροδεξιάς, έσπευσαν να διαβεβαιώσουν ότι δεν υπάρχει προθυμία να υιοθετηθούν διπλωματικές ή άλλες κυρώσεις, εάν ο φασίστας Χόφερ γίνει πρόεδρος της Αυστρίας.
Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη βραχύβια, περιορισμένη διπλωματική ψυχρότητα έναντι των Αυστριακών υπουργών στις ευρωπαϊκές συνεδριάσεις, όταν το FPÖ είχε συμμετάσχει στον κυβερνητικό συνασπισμό πριν από 16 χρόνια. Η ΕΕ και οι εθνικές της κυβερνήσεις αισθάνθηκαν τότε αναγκασμένες να αντιδράσουν στο δημόσιο σοκ που προκλήθηκε στην Αυστρία και σε όλη την Ευρώπη, με την είσοδο βετεράνων φασιστών σε μια ευρωπαϊκή κυβέρνηση, για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτό που συνέβη, όμως, στα δεκαπέντε χρόνια που μεσολάβησαν είναι ότι η ΕΕ όχι μόνο έχει προσαρμοστεί στην είσοδο σκληρών δεξιών δυνάμεων στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις , αλλά και έχει συντελέσει, με την επιβολή της λιτότητας, στην κατεδάφιση εκλεγμένων κυβερνήσεων και στην τοποθέτηση μη εκλεγμένων προσώπων και, υπό την κάλυψή τους, φασιστών υπουργών.
Αυτό έκανε η ΕΕ στην Ελλάδα πριν από πέντε χρόνια, όταν ανάγκασε σε παραίτηση τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Ως πρωθυπουργός τοποθετήθηκε ένας πρώην κεντρικός τραπεζίτης (Λουκάς Παπαδήμος). Στον κυβερνητικό συνασπισμό του συμμετείχε το ΛΑΟΣ – ένα κόμμα όχι ανόμοιο από το FPÖ. Σε έναν βετεράνο φασίστα δόθηκε υπουργείο (Μάκης Βορίδης, υπουργός Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων).
Στις εκλογές του 2012 που ακολούθησαν, η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή εξέλεξε 18 βουλευτές. Η αντιφασιστική αντίσταση που αναπτύχθηκε ως λαϊκή αντίδραση ανάγκασε το ελληνικό κοινοβούλιο να περικόψει τη χρηματοδότηση της Χρυσής Αυγής τα τελευταία τρία χρόνια. Ηγετικά της στελέχη είναι σήμερα υπόδικα για εγκληματική δράση.
Ωστόσο, το σουηδικό αντιφασιστικό περιοδικό Expo αποκάλυψε, δύο εβδομάδες αργότερα, ότι η ΕΕ, μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συνέχισε να χρηματοδοτεί τη Χρυσή Αυγή καθ' όλη αυτή την περίοδο, με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Οι αξιωματούχοι της ΕΕ δικαιολόγησαν την άρνησή τους να πάρουν μέτρα εάν το FPÖ επικρατούσε στις προεδρικές εκλογές, λέγοντας ότι πολλές αυταρχικές και σκληρές δεξιές κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης θα έβαζαν βέτο, αν επιχειρούσε κάτι τέτοιο το Συμβούλιο Υπουργών.
Είναι μια βολική δικαιολογία, την οποία θεώρησαν αξιόπιστη ακόμη και τμήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Όμως, ο λόγος αυτής της αδράνειας της ΕΕ δεν οφείλεται στα περιφερειακά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Απορρέει από τον ίδιο τον χαρακτήρα της ΕΕ ως μιας από τις βασικές δυνάμεις που προωθούν τον ρατσισμό και τον αυταρχισμό στην Ευρώπη και, συνεπώς, συντελούν στην προώθηση της ακροδεξιάς.
Το δεύτερο μέρος του άρθρου έχει τίτλο Για να ηττηθεί η ακροδεξιά απαιτείται αγώνας κατά της ΕΕ (μέρος β΄)
Πηγή: https://kevinovenden.wordpress.com/2016/05/27/stopping-the-far-right-requires-opposing-the-eu/
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου