Aγνωστο παραμένει ακόμη εάν ο φόβος μας μπροστά στην ελευθερία είναι εγγενής ή εάν προέρχεται από το βάρος της ευθύνης που προκύπτει από τις κοινωνικές σχέσεις και τη διοίκηση της Πολιτείας.
Κάτι, πάντως, μας κρατά δέσμιους γιατί, ενώ βλέπουμε την αθλιότητα γύρω μας, δεν εκπλησσόμεθα, δεν εξοργιζόμαστε, δεν αντιδράμε, δεν προσπαθούμε να την απαλείψουμε· οι πιο πολλοί, εννοείται, διότι υπάρχουν και μερικοί που προσπαθούν με όποιες λίγες δυνάμεις έχουν (ψυχικές και πνευματικές) να μας ξυπνήσουν από την αδράνεια, την αδιαφορία, την απάθεια, έννοιες οιονεί εγκληματικές.
Η αδιαφορία μπροστά στο έγκλημα, όταν δηλαδή είμαστε παρόντες σε μια εγκληματική πράξη και δεν προσπαθούμε να την αποτρέψουμε, διώκεται ποινικά (Ποινικός Κώδικας 307: ορίζεται ως εγκληματική συμπεριφορά όποιου παραλείπει να σώσει άλλον εν κινδύνω).
Υπό μια έννοια όλοι οι κυβερνώντες που συντελούν στην εξαθλίωση μιας κοινωνίας θα ‘πρεπε να έχουν εφιάλτες κάθε βράδυ· πάντως υπέρ τις κεφαλές αυτών κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη η παράλειψή τους (ενσυνείδητη ή λόγω αμέλειας) να προσφέρουν βοήθεια σ’ όσους πεθαίνουν μπροστά τους ή λιμοκτονούν ή ζουν χωρίς αξιοπρέπεια.
Το σοβαρό θέμα είναι όταν εμείς οι ίδιοι έχουμε την ίδια συμπεριφορά με τους κυβερνώντες, όταν σκοντάφτουμε στους πάσχοντες και συνεχίζουμε να είμαστε μακάριοι, να αποποιούμεθα κάθε ευθύνη, να επιδεικνύουμε αντιανθρωπιστική συμπεριφορά. Τι μας ωθεί να φερόμαστε κατ’ αυτόν τον απεχθή και αντικοινωνικό τρόπο;
Ο εγγενής φόβος μπροστά στην ελευθερία; Μια πιθανή -και αυτή γενετική- ραθυμία; Το βάρος της ευθύνης; Η άκρατη φιλαυτία; Το βόλεμα; Σημασία έχει ότι δικαιολογούμε τα πάντα, χωρίς καμία δυσκολία παρακαλώ. Φερόμαστε σαν να είμαστε άβουλοι, αμέτοχοι, σαν να είμαστε αλλού.
Ο Ηράκλειτος τα είχε προσέξει όλα αυτά, εδώ και πάνω από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Δεν ξέρουν -έλεγε- ούτε ν’ ακούν ούτε να λένε (ακούσαι ουκ επιστάμενοι ουδ’ ειπείν). Παρότι έλεγε ότι σ’ όλους τους ανθρώπους έχουν δοθεί η αυτογνωσία και η σωφροσύνη (ανθρώποισι πάσι μέτεστι γινώσκειν εωτούς και σωφρονείν), εν τούτοις διαπίστωνε ότι οι άνθρωποι «όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι’ αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ’ αυτούς ταιριάζει η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν» (αξύνετοι ακούσαντες κωφοίσιν εοίκασι· φάτις αυτοίσιν μαρτυρεί παρεόντας απείναι).
Από τις απαρχές δηλαδή του πολιτισμού, της γραφής εννοείται, οι πολλοί φέρονται ωσεί παρόντες στα δύσκολα (αλλά και στα εύκολα) και όσα συναντούν κάθε μέρα τους φαίνονται ξένα (και οις καθ’ ημέρην εγκυρεύσι, ταύτα αυτοίς ξένα φαίνεται).
Το ότι συμπεριφερόμαστε έτσι (ξενικά) είναι προσποίηση, μου φαίνεται· να μη φορτωνόμαστε με προβλήματα άλλων· αποφεύγουμε έτσι τα ηθικά διλήμματα που μπορεί να αναδυθούν, πάμε στο σπιτάκι μας και άσε τους άλλους να κουρεύονται.
Απ’ όλες τις υποθέσεις της τέτοιας μας συμπεριφοράς επιλέγω αυτήν που προκύπτει από την αποποίηση της ευθύνης με την οποία μας βαραίνουν οι κοινωνικές σχέσεις, το βόλεμα, με άλλα λόγια. Μερικοί είναι έξυπνοι, διότι παρ’ ότι γνωρίζουν σιωπούν· νομίζουν έτσι ότι τουλάχιστον δεν προκαλούν τον κοινό νου. Κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να φωνασκούν, να κομπάζουν, να μεγαληγορούν, να πετάνε στα σύννεφα. Ευτυχώς είναι λίγοι, αλλά δυστυχώς ανάμεσα στους λίγους συγκαταλέγεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου