(Δευ. 01/02/16 - 17:24)
Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
Σε ολόκληρη την τελευταία 35ετία οι αστικές κυβερνήσεις, του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, έφερναν προς ψήφιση και εφάρμοζαν αναπτυξιακούς νόμους ( από το Ν.1262 / 1982 μέχρι το Ν. 3294 / 2004),
προκειμένου να ενισχύσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας, δημιουργώντας ένα σχετικό περιβάλλον ενθαρρυντικό για την
επενδυτική δραστηριότητα της ιδιωτικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας.
Προφανώς σε κάθε περίπτωση δεν επρόκειτο για διαδικασίες εθνικής
παραγωγικής δημοκρατικής ρύθμισης και σχεδιασμού, αλλά για δευτερογενείς παρεμβάσεις,
παράλληλα με την κύρια διαδικασία ανάπτυξης του ιδιωτικού ελληνικού
καπιταλισμού, προς την οποία έρχονταν να λειτουργήσουν ενισχυτικά, και
με περιθωριακά πάντοτε αποτελέσματα.
Έτσι λ.χ. η εργατική απασχόληση,
είτε προσαυξάνονταν, όπως στη δεκαετία του 1990, είτε συρρικνώνονταν
όπως στην τελευταία επταετία της κεφαλαιοκρατικής κρίσης, σε ελάχιστο
βαθμό επηρεάζονταν από αυτές τις αστικές κρατικές δράσεις. Αρκεί να δει
κανείς ότι στη διάρκεια της περιόδου 1982 – 2008, οι θέσεις απασχόλησης
που δημιουργήθηκαν, και οι οποίες μάλιστα ήταν πάντοτε βραχύβιες, δεν
ξεπερνούν συνολικά τις 160 χιλιάδες. Και μάλιστα το ίδιο το κόστος των
πενιχρών και σύντομων σε διάρκεια θέσεων εργασίας, ήταν δυσθεώρητο,
φτάνοντας τις 362 χιλιάδες ευρώ, ως επί το πλείστον με χρήματα του
ελληνικού δημοσίου που κατευθύνονταν στο ιδιωτικό κεφάλαιο, και που
επιβάρυναν τον κάθε φορά κρατικό προϋπολογισμό [ Χ. Λιάγγου «Η πρόταση του ΣΕΒ για τον νέο αναπτυξιακό νόμο», Οικονομική Καθημερινή, 24-1-2016 ].
Ορόσημα μιας αστικής αναπτυξιακής επενδυτικής πολιτικής
Στην πορεία μιας τέτοιας κατεύθυνσης έρχεται να προστεθεί αυτή την περίοδο η πρόταση αναπτυξιακού νόμου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ,
χωρίς να ξεφεύγει από τις κατευθύνσεις της πεπατημένης όλων των
προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων. Πολύ περισσότερο που στη σημερινή
συγκυρία η οικονομική καταστροφή που έχει πλήξει τη βιομηχανία,
το εμπόριο και τις υπηρεσίες είναι πρωτοφανής, παράλληλα με την
εξολόθρευση του ενός τρίτου της ζωντανής εργασίας με την ανεργία, σε
σχέση με την αναπτυξιακή νομοθεσία στην προηγούμενη περίοδο, που
χαρακτηρίζονταν από μια σχετική καπιταλιστική ανάπτυξη και ετήσια αύξηση
του ΑΕΠ κατά 2% - 3%. Μ’ άλλες λέξεις παρόλο που οι ανάγκες οικονομικής
ανάταξης της χώρας είναι τεράστιες, το μέγεθος της νομοθετικής
πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Από μια
γενική άποψη αυτό που κάνει αυτή η πολυδιαφημισμένη αναπτυξιακή
πρωτοβουλία της κυβέρνησης είναι η προσπάθεια διαμόρφωσης όρων για την
προσέλκυση ξένων επενδύσεων, μια και εκτιμάται ότι το επενδυτικό κενό
που έχει δημιουργήσει η καπιταλιστική κρίση φτάνει τα 103 δισεκατ. ευρώ.
Έτσι παρέχονται κίνητρα με την μορφή των φοροαπαλλαγών της
επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως και άμεσες κεφαλαιακές ενισχύσεις :
Κίνητρα επιχορηγήσεων, φορολογικών απαλλαγών και επιδοτήσεων leasing
στα ανώτατα επιτρεπόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση ποσοστά [ Α. Γκίτση « 5+2 κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων », Αυγή 24-1-2016 ].
Αυτή είναι με δυο λέξεις η αναπτυξιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στο σημερινό
τοπίο οικονομικού ολέθρου : κίνητρα, επιδοτήσεις, απαλλαγές, ενισχύσεις
στην υπηρεσία του επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Μ’ αυτά
τα δεδομένα της αναπτυξιακής πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης, και με
δεδομένα επίσης όλα τα προγραμματικά στοιχεία του ΣΥΡΙΖΑ που
εγκαταλείφθηκαν (αποκατάσταση κατώτερου μισθού και αμοιβών συλλογικών
συμβάσεων κλπ.), επόμενο είναι να διαμορφώνεται μια σύγκλιση, σχεδόν
πλήρης ταύτιση με τους προσανατολισμούς της καπιταλιστικής εργοδοσίας.
Έτσι, διαπιστώνοντας ότι οι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν επιτρέπουν
μια πλατειά χρηματοδοτική ενίσχυση των βιομηχανικών επενδύσεων, εκείνο
που επιδιώκει ο ΣΕΒ, σε παραλληλία με την πολιτική της κυβέρνησης, είναι
η καθιέρωση ισχυρών φορολογικών απαλλαγών για κάθε επιχείρηση που
πραγματοποιεί παραγωγικές επενδύσεις. Οι φοροαπαλλαγές αυτές υποτίθεται
ότι μετατρέπονται σε νέες επενδύσεις, μια διαρκής δηλαδή «επιβράβευση»
κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα επιζητείται η άρση αντικινήτρων
όπως είναι οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές για την κοινωνική
ασφάλιση, και η ριζική τους μείωση, πράγμα που σε συνδυασμό με τις
απαλλαγές φόρου, θα οδηγήσουν υποτίθεται, σε αύξηση της
ανταγωνιστικότητας και σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Τέλος πάγιος στόχος του ΣΕΒ
είναι η οριοθέτηση συγκεκριμένων γεωγραφικών ζωνών, στις οποίες ισχύουν
κυριολεκτικά υψηλά ποσοστά φοροαπαλλαγής, και εντελώς χαμηλοί
φορολογικοί συντελεστές που φτάνουν μέχρι το 9% επί των καθαρών κερδών.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι κατ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνον δεν
φορολογούνται τα κέρδη του επιχειρηματικού κεφαλαίου, όχι μόνον δεν
διασφαλίζονται οι πόροι για την κοινωνική ασφάλιση, όχι μόνον μειώνεται
δραστικά η φορολόγηση των επενδύσεων, αλλά η αρχή της δίκαιης
φορολόγησης παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. Πρόκειται για μια
οικονομική πολιτική που συρρικνώνει τα μέγιστα τα δημοσιονομικά έσοδα,
αναδιανεμητική από την μισθωτή εργασία προς όφελος του επιχειρηματικού
κεφαλαίου, «ταξικά μεροληπτική» προς το συμφέρον της καπιταλιστικής
εργοδοσίας. Και προφανώς και αφετηρία συνεχούς διόγκωσης του δημόσιου
χρέους, εφόσον το κεφάλαιο, προκειμένου να τεθεί σε παραγωγική κίνηση,
απαιτεί κάθε διευκόλυνση, κίνητρο, ενίσχυση, αποφεύγοντας νόμιμα την
καταβολή της φορολόγησης που του αντιστοιχεί.
Αυτή η ταύτιση επιδιώξεων και η σύγκλιση πολιτικών ΣΥΡΙΖΑ και ΣΕΒ
είναι άλλωστε εμφανέστατη και ανοιχτά ομολογημένη, όπως συμβαίνει με
τους πολιτικούς εκπροσώπους του Υπουργείου Ανάπτυξης [ Λ. Λαμπριανίδης,
Γ.Γ. Ιδιωτικών Επενδύσεων «Οδικός χάρτης για τον αναπτυξιακό νόμο»,
Ναυτεμπορική, 26-1-2016 ]. Ρητά δηλώνεται ότι δεν υπάρχει άλλη
προοπτική για να αντιστραφεί το κλίμα στη χώρα, πέρα από την
πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων. Προβλέπεται απροσχημάτιστα η
χορήγηση φορολογικών απαλλαγών από την καταβολή φόρου εισοδήματος επί
των πραγματοποιουμένων προ φόρων κερδών για το σύνολο των δραστηριοτήτων
των επιχειρήσεων. Επίσης η επιδότηση του κόστους της όποιας
δημιουργούμενης απασχόλησης ,με την κάλυψη από το Δημόσιο του
μισθολογικού κόστους των νέων θέσεων εργασίας, που δημιουργούνται και
συνδέονται με το κάθε φορά επενδυτικό σχέδιο. Μάλιστα ακόμη και το
σχετικό επιχειρηματικό ρίσκο καλύπτεται με χρηματοδοτήσεις του
επιχειρηματικού κινδύνου, μέσω ταμείου συμμετοχών, με παροχή ιδίων
κεφαλαίων, δανείων ή εγγύησης κάλυψης ζημιών. Η φορολογική απαλλαγή
μάλιστα μπορεί να φτάσει και στο 100% της επιχορήγησης, ομοίως και η
επιδότηση του μισθολογικού κόστους κλπ. Δεν θα μπορούσε προφανώς να
υπάρξει άλλη, τόσο «ταξικά μεροληπτική» πολιτική προς όφελος του
επιχειρηματικού κεφαλαίου, με απαλλαγές και ενισχύσεις που γίνονται σε
βάρος των λαϊκών τάξεων.
Στήριξη της δημόσιας επενδυτικής αναδιανεμητικής πολιτικής
Προφανέστατα
και τα αποτελέσματα μιας τέτοιας αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής θα
είναι εξαιρετικά πενιχρά, όπως συνέβη και με τους προηγούμενους
αναπτυξιακούς νόμους της τελευταίας τριακονταετίας, με εξαιρετικά ακριβό
κόστος για τις όποιες δημιουργούμενες θέσεις εργασίας, προσωρινού ως
επί το πλείστον χαρακτήρα, που βρίσκονται σε εντελώς χαμηλά επίπεδα σε
σχέση με την συνολική σημερινή ανεργία. Ο μόνος λόγος που προωθούνται
αυτά τα μέτρα δεν είναι άλλος από την χορήγηση μέγιστων διευκολύνσεων
προς τις ήδη κερδοφόρες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να
πραγματοποιήσουν μικρές επενδυτικές επεκτάσεις, μεταθέτοντας το βάρος
χρηματοδότησης στον κρατικό προϋπολογισμό, και ταυτόχρονα αφαιρώντας του
πόρους από την υπερμεγέθη φορολογική ασυλία.
Ποια
είναι κατά συνέπεια τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από μια
τέτοια κριτική ανάλυση του σχεδίου του νέου αναπτυξιακού νόμου της
μνημονιακής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ;
Πρώτα από όλα ότι
η οικονομική ανάταξη της χώρας από την καταστροφή της τελευταίας
πενταετίας εναποτίθεται για μια καινούρια φορά στην προαίρεση του
ιδιωτικού επιχειρηματικού κεφαλαίου. Αυτό τη στιγμή που οι μέχρι σήμερα
εκκαθαρίσεις εκατοντάδων μεγάλων επιχειρήσεων, δεν είναι προϊόν των
ενεργειών της εργατικής τάξης, αλλά των συμφερόντων της ίδιας της
καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο είναι
αυτό, που με την κρίση αναπαραγωγής του, έχει δημιουργήσει τις στρατιές
εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων, έχει επιβάλλει πολιτικά (από κοινού με τα
ευρωπαϊκά οικονομικά και νομισματικά κέντρα) τα αλλεπάλληλα μνημόνια,
έχει επιφέρει την εξαθλίωση της λαϊκής πλειονότητας προκειμένου να
ενισχυθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Και μετά από όλα αυτά, μια
κυβέρνηση που ακυρώνει κάθε αριστερή ιστορική παρακαταθήκη, εναποθέτει
εκ νέου τις τύχες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας στην ιδιωτική
επιχειρηματική πρωτοβουλία. Δεν πρόκειται για πολιτικό μαζοχισμό,
ανοησία ή αστοχία, αλλά για το ξεδίπλωμα του οικονομικού αναπτυξιακού
σχεδίου μιας κυβερνητικής εξουσίας που εξυπηρετεί ευθέως και
απροσχημάτιστα την αστική πολιτική.
Αν
πραγματικά υπήρχε η πολιτική βούληση για την προώθηση της ανάταξης της
ελληνικής οικονομίας μέσα από την κυβερνητική αναπτυξιακή πολιτική, τότε
σ’ αυτή την περίπτωση, οι κάθε μορφής επιδοτήσεις και κίνητρα θα
μπορούσαν να κατευθυνθούν στις δημόσιες κοινωφελείς επιχειρήσεις, αντί
να ιδιωτικοποιούνται (Περιφερειακά αεροδρόμια, ΟΛΠ, ΟΛΘ, Θριάσιο Πεδίο
κλπ.). Μάλιστα αν στην δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο περιέρχονταν το
σύνολο αυτών των εταιριών που έχουν αποκρατικοποιηθεί, τότε μια τέτοια
επενδυτική πολιτική θα ήταν σε θέση να στηρίξει την κοινωνική παραγωγή
ενός σημαντικού τμήματος της οικονομικής δραστηριότητας, με κοινωφελή
κριτήρια και λαϊκό έλεγχο. Αντί γι’ αυτό συνεχίζεται και από την
κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η μνημονιακή πολιτική που επιδιώκει την εκχώρηση
των δημόσιων επιχειρήσεων στο ιδιωτικό κεφάλαιο, με εισπρακτική καθαρά
λογική για την εξυπηρέτηση του υπέρογκου δημόσιου χρέους. Άλλωστε η
κερδοφόρα δραστηριότητα των τριών και μόνον επιχειρήσεων που έχουν
ιδιωτικοποιηθεί στην προηγούμενη περίοδο, και που βρίσκονται στην κορυφή
του τομέα των υπηρεσιών (ΟΤΕ, COSMOTE και ΟΠΑΠ), έχει οδηγήσει για την
οικονομική χρήση 2014 σε συνολική κερδοφορία 1,347 δισεκατ. ευρώ, έσοδα
που θα μπορούσαν, εφόσον ανήκαν στο δημόσιο, να χρηματοδοτήσουν και
άλλες δημόσιες επενδυτικές δράσεις [ ICAP «Η Ελλάδα σε αριθμούς 2015» ] .
Το ότι δεν συμβαίνει αυτό, αλλά απεναντίας όλες οι ενισχύσεις και
διευκολύνσεις παραχωρούνται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, δείχνει με τον πιο
ανάγλυφο τρόπο την «ταξική μεροληψία» του ΣΥΡΙΖΑ προς όφελος του
επιχειρηματικού κόσμου, και σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Επιπρόσθετα,
μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι δεν αναδεικνύονται επενδυτικά κύματα
στην καπιταλιστική οικονομία, γιατί η λιτότητα και τα μνημόνια, έχουν
συρρικνώσει τα μέγιστα την καταναλωτική ισχύ των εργατικών νοικοκυριών,
πράγμα που ευθέως αντανακλάται στην σοβαρή πτώση της βιομηχανικής
παραγωγής, του εμπορίου και των υπηρεσιών. Άρα, οποιεσδήποτε φορολογικές
απαλλαγές και οποιαδήποτε χρηματοδότηση των ήδη
κερδοφόρων ελληνικών επιχειρήσεων, που προβλέπει ο αναπτυξιακός νόμος,
δεν θα έχουν καμία ευεργετική επίδραση στην τόνωση και ανάπτυξη της
παραγωγής της ιδιωτικής οικονομίας. Απεναντίας, μόνον η κατάργηση των
τριών μνημονίων της περιόδου 2010 – 16, και έτσι η αποκατάσταση των
μισθών και των συντάξεων, δηλαδή μια ισχυρή αναδιανεμητική πολιτική προς
όφελος των λαϊκών τάξεων, μπορούν να επιφέρουν αύξηση της αγοραστικής
δύναμης των εργαζομένων και των συνταξιούχων, και έτσι να προκαλέσουν
αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και των εμπορικών δραστηριοτήτων. Το
αποτέλεσμα θα είναι αναγκαστικά η ενίσχυση των επενδύσεων, από τις ίδιες
τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να μπορέσουν να
ανταποκριθούν στην διεύρυνση της ζήτησης, και έτσι στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016, (ΠΗΓΗ: iskra)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου