«Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε. Είναι η μοίρα μας. Θα περιμένουμε τους ληστές όλοι μαζί. Θα τους δώσουμε τη σοδειά μας. Θα τους παρακαλέσουμε να μας αφήσουν κάτι για να μην πεθάνουμε της πείνας. Θα τους παρακαλέσουμε γονατιστοί για να επιβιώσουμε»
Σ’ ένα
μικρό, απομακρυσμένο χωριό – κάπου πολύ μακριά από εδώ – οι κάτοικοι
συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά,
ηλικιωμένοι, προσπαθούν να βρουν μια λύση προκειμένου να αποφύγουν τη
συμφορά που τους απειλεί. Το χωριό τους βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο
μιας επιδρομής αδίστακτων και γερά οπλισμένων ληστών. Αυτοί σφάζουν,
κλέβουν, καταστρέφουν απ’ όπου κι αν περάσουν, χρόνια τώρα.
Οι κάτοικοι
του χωριού δεν φημίζονται για το θάρρος τους. Οπότε μη φανταστείς κάτι
σαν… το γνωστό «Γαλατικό χωριό που αντιστέκεται στους Ρωμαίους». Οι
κάτοικοι κάθονται στο χώμα κλαίγοντας τη μοίρα τους.
«Δεν υπάρχει Θεός για να μας προστατεύσει;» αναρωτιέται μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα και συνεχίζει να μονολογεί. «Φόροι… καταναγκαστική εργασία, πόλεμος, ξηρασία… και μετά οι ληστές! Ο Θεός μάλλον θέλει να πεθάνουμε της πείνας!».
«Αυτό είναι αλήθεια, καλύτερα να πεθάνουμε», κραυγάζει με απόγνωση ένας άντρας. Η γυναίκα συνεχίζει να κλαίει κι εκείνος της φωνάζει: «Σταμάτα να γκρινιάζεις. Η γκρίνια δεν βοηθά πουθενά».
«Πάμε να δούμε τον δικαστή!» λέει ένας άλλος.
«Ναι, να φωνάξουμε τον δικαστή», συμφωνούν κάποιοι.
«Για να κάνει τί;» τους διακόπτει ένας κάτοικος που ως εκείνη τη στιγμή είχε σκυμμένο το κεφάλι, όπως έκαναν όλοι. «Θα ερχόταν μόνο μετά τους ληστές», λέει.
Οι πιο πολλοί τώρα συμφωνούν μαζί του και σκύβουν ξανά τα κεφάλια τους. Μία μάνα σηκώνεται όρθια και το παιδί της την τραβά από το φουστάνι. Με δάκρυα στα μάτια φωνάζει στους άντρες: «να δώσουμε ό,τι έχουμε στους ληστές, όλη την τροφή μας! Και μετά θα μας ξεζουμίσουν. Μάλλον έτσι θα έκανε ο δικαστής!» φωνάζει με απόγνωση και κάθεται πάλι κάτω.
Τα παιδιά
της την αγκαλιάζουν και κλαίνε όλοι μαζί. Οι κάτοικοι βλοσυροί και
αποκαμωμένοι συνεχίζουν να κάθονται στο έδαφος. Είναι όλοι σκεφτικοί και
αμίλητοι. Κάποιοι κλαίνε ξανά. Ένας άντρας σηκώνεται μέσα από το
πλήθος.
«Ας φτιάξουμε ακόντια από μπαμπού», λέει και μοιάζει σαν να μονολογεί. «Κι αν τους σκοτώναμε τους ληστές;» υψώνει τη φωνή του να τον ακούσουν όλοι. «Κι αν τους σκοτώναμε;» ξαναρωτά. «Έτσι, θα σταματούσαν να έρχονται!».
«Δεν συμφωνώ», αντιδρά ένας ηλικιωμένος. Καθισμένος στο χώμα, κρατά τα πόδια του λυγισμένα και τα σφίγγει με τα χέρια του.
«Είναι αδύνατον», λέει κάποιος άλλος, «δεν
έχουμε καμιά πιθανότητα να νικήσουμε. Τί θα γίνει αν χάσουμε; Θα μας
σκοτώσουν όλους! Θα σκοτώσουν ακόμα και τα νεογέννητα!».
«Είναι απελπιστικό», φωνάζει ο άντρας που σηκώθηκε όρθιος. «Προτιμώ να ρισκάρω παρά να υποφέρω έτσι».
«Γεννηθήκαμε
για να υποφέρουμε. Είναι η μοίρα μας. Θα περιμένουμε τους ληστές όλοι
μαζί. Θα τους δώσουμε τη σοδειά μας. Θα τους παρακαλέσουμε να μας
αφήσουν κάτι για να μην πεθάνουμε της πείνας. Θα τους παρακαλέσουμε
γονατιστοί για να επιβιώσουμε», λέει κλαίγοντας.
«Πιστεύεις ότι θα μας ακούσουν;» του φωνάζει με οργή εκείνος που σηκώθηκε όρθιος. «Ξέχασες κιόλας που μας έσφαζαν;»
Εκείνος που
σηκώθηκε όρθιος βγήκε από το πλήθος και έκλαψε μόνος σε μιαν άκρη. Ένας
άλλος πήγε να τον πλησιάσει, μα κοντοστάθηκε. «Πάμε να δούμε τον παππού», είπε. Να του ζητήσουμε τη συμβουλή του.
Σιγά-σιγά,
σηκώνονται όλοι μαζί και πηγαίνουν στον γέροντα. Αφού περπάτησαν
διασχίζοντας το χωριό έφτασαν στην άκρη του, εκεί όπου ήταν το σπίτι του
γερο-σοφού. Εκεί συνεχίστηκε η συνέλευση των κατοίκων, παρουσία του
γέροντα.
«Θα διαπραγματευτούμε μαζί τους», λέει κάποιος. «Είναι
χειρότεροι κι απ’ τους λύκους. Αν τους δώσεις τα πόδια σου, μετά θα
ζητήσουν τα χέρια σου! Δεν έχουν κανένα όριο. Θα επιστρέψουν το
Φθινόπωρο πάλι», του απαντά ένας άλλος.
«Κι αν χάσουμε;»
«Χωρίς σοδειά, θα πεθάνουμε ούτως ή άλλως».
«Θα πολεμήσουμε!» λέει αποφασιστικά ο γέροντας, που παρακολουθούσε αμίλητος όλη αυτή την ώρα τη συζήτηση ανάμεσα στους κατοίκους…
————————————
Κάθε
ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής
κοινωνικής πραγματικότητας, ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας! Το κείμενο
περιγράφει την εναρκτήρια σκηνή από την ταινία του Ακίρα Κουροσάβα «Οι 7 Σαμουράι».
ΠΗΓΗ: Από ανάρτησητου: Χρήστος Τσαντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου