Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Αλέκος Παναγούλης, αθάνατο φως ελευθερίας, αντίστασης και πάλη

 Από τον Γιώργο Μουργή
Στίχοι: Αλέκος Παναγούλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
 
«Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί.
Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν
ενότητα κι αγώνα
για να βρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί.»

  Σκέφτεσαι να γράψεις με αφορμή την σημερινό επέτειο της προσπάθειας του Αλέκου Παναγούλη, να τινάξει στον αέρα τον δικτάτορα Παπαδόπουλο μαζί με το σκυλολόι που τον συνόδευε και ξαφνικά κολλάς.

Αυτή η ασφάλεια που σου παρέχει η ιστορική μνήμη να αφουγκράζεσαι, να περιγράφεις από μακριά τον ηρωισμό και τη στάση που επέλεξε ο ίδιος ο Παναγούλης, εμπεριέχει μια ιδιοτελή αναίδεια καπηλείας. Έστω και άθελα σου.
Εμπεριέχει το ηδυπαθές της αναφορικότητας μας, σαν εμμονή μιας έπαρσης να ταυτιστείς εκ του ασφαλούς με τους αδικαίωτους αγώνες εκατοντάδων ηρώων.
Να τοποθετήσεις στην ιστορική ζυγαριά αυτόν τον ηρωισμό με άπλες περιγραφές σαν αντίβαρο για να αξιολογήσεις κατά το δοκούν το αίμα τους.

 

Ο Παναγούλης στα κελιά του Μπογατιού έγραφε τραγούδια, ποιήματα, απομνημονεύματα με το ίδιο του το αίμα χωρίς κανείς βασανιστής ή δεσμοφύλακας να αντιληφθεί που έβρισκε το μελάνι.
Τα αόρατα της ψυχής του μεταποιημένα στα ορατά ενός μοναχικού αγώνα για λευτεριά, βουτώντας τη πένα μέσα στις πληγές που προκαλούσαν οι βασανισμοί, αποτυπωμένα στους τοίχους της απομόνωσης. Ο Παναγούλης με το δικό του αίμα δεν έγραφε για να λευτερωθεί ο ίδιος. Να λευτερώσει εμάς ήθελε.
Τις επόμενες γενιές για την ακρίβεια που χάσκουν μόνες και αμετανόητες από το δίδαγμα.
Δεν αποτελεί υπερβολή ο χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε σαν ο μεγαλύτερος ήρωας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ποιος ασχολείται  όμως με τέτοιους τίτλους όταν ο ίδιος τους είχε αποποιηθεί, καθιστώντας τους υπερφίαλους ή ανεπαρκείς για να αποδώσουν το έργο αντίστασης για ελευθερία ως αντάλλαγμα, προκαλώντας πάντα με το χορό του αυτό, τον θάνατο.

 

Πόσο πίκρα και στεναχώρια μπορεί να κρύβει σήμερα, μαζί με την παρέα του, τον  Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη, τον Λαμπράκη, τον Μουστακλή, τον Μανδηλαρά, τον Πέτρουλα, τον Καράγιωργα, τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, τον Τεμπονέρα και τόσους άλλους για το τραπέζι της ιστορίας που έστρωσαν, παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές καθώς εμείς το αγνοήσαμε επιδεικτικά και απαξιωτικά, όσο και τους ίδιους, επιτρέποντας στο κατώφλι μας να επωάζονται τα αυγά του φιδιού που δεν πρόλαβαν να τσακίσουν.  
«Ακόμα και ο Οδυσσέας στο τέλος έφτασε στην Ιθάκη και ξεκουράστηκε», του έλεγε η Φαλάτσι.
«Φτωχέ Οδυσσέα», μονολόγησε ο Παναγούλης, δίνοντας της να διαβάσει ένα ποίημα που είχε γράψει ο ίδιος:
«Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη
τι δυστυχία θά ‘νιωσες
Αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες
γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;
Χωρίς σκοπό έμεινες πια
από μεγάλος έμεινες μικρός
«Πιο μακρινή ας ήταν η Ιθάκη»
πιστεύω πως ψιθύρισες
και πως δεν θέλησες
καινούρια πια Ιθάκη να ζητήσεις
γιατί φοβήθηκες
πως και σ’ αυτή νωρίς θα φτάσεις

Απ’ την αρχή έπρεπε
αλλιώτικη Ιθάκη να ζητούσες
Ιθάκη όμορφη και μακρινή
που να τη φτάσει
δεν ζητά μονάχα ένας

Τέτοια δεν ήταν η δική σου
αφού μονάχος την ποθούσες
κι αν όμορφη την είδαν οι πολλοί
στην πέννα ενός Ομήρου το χρωστάει».

Αυτός ήταν ο Παναγούλης και λέω σήμερα να τον θυμηθούμε μέσα από τα ποιήματα του που μας σημάδεψαν από τη πρώτη νιότη μας.

 

«Η πολιτική είναι καθήκον, η ποίηση είναι ανάγκη».
Ειδικά όταν γράφεται με αίμα. Ακόμα κι αν η Φαλάτσι, στο βιβλίο της για τον  δικό της Αλέκο, «Ένας Άνδρας» γράφει: «το αίμα – του μαχητή – και τα σκατά – της Ιστορίας – αποκτούν το ίδιο χρώμα». Ακόμα κι αν όπως σημειώνει: «Τον Αλέκο τον δολοφόνησε η πολιτική των πολιτικών».
Η πρώτη έκδοση «Τα ποιήματα του Αλέξανδρου Παναγούλη» προλογίζεται με μια εξαιρετική εισαγωγή από τον σπουδαίο άνθρωπο της Τέχνης του κινηματογράφου Πιέρ Πάολο Παζολίνι.
Ο Παζολίνι, προσεγγίζει την ποίηση του Παναγούλη. επισημαίνοντας:«όσο πιο καθαρά σωματικό, σαρκικό, άθλιο είναι το βάσανο, τόσο πιο άυλο, πνευματικό, υψηλό είναι το ιδεώδες. Ο Παναγούλης δεν έθεσε ποτέ στον εαυτό του το πρόβλημα της λογοτεχνίας, απλώς υιοθέτησε την αντίληψη για τη λογοτεχνία που είχε μέσα του και τη χρησιμοποίησε».

Τα ποιήματα του επισκιάστηκαν από την πολίτικη και αγωνιστική διαδρομή του. Αναρωτιέμαι όμως αν το ποίημα παρακάτω γράφονταν από έναν σπουδαίο ποιητή Έλληνα ή ξένο ποια τύχη στο λογοτεχνικό στερέωμα θα είχε; Από την άλλη πάλι ποιος έγραφε ποιήματα με αίμα μετά από βασανισμό, πετάμενος στον οιονεί τάφο της απομόνωσης;
«Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά.
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσαν
να μάθουνε που βρήκα την μπογιά.

Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δεν βρήκαν

Γιατί στιγμή δεν σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν».

Δεν πρόκειται για καμιά λογοτεχνική αγιοποίηση του Παναγούλη. Έξαλλου ο ίδιος αντιπαθούσε κάθε θρησκευτικό συμβολισμό:«Θέλω να προσευχηθώ, με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω», σημείωσε ο ίδιος. Όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει στον Θεό, απάντησε: «Δεν θεωρώ τον Χριστό γιο του Θεού, αλλά γιο του ανθρώπου. Το απλό γεγονός ότι η ζωή του επινοήθηκε από την ευχή να μαλακώσει ο ανθρώπινος πόνος, το απλό γεγονός ότι βασανίστηκε και πέθανε για τους ανθρώπους και όχι για τη δόξα του Θεού, είναι αρκετά για να με κάνουν να τον θεωρώ μεγάλο».
 
«Θέλω να προσευχηθώ
με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω

Θέλω να τιμωρήσω
με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω

Θέλω να προσφέρω
με την ίδια δύναμη πού ’θελα στο ξεκινήμα

Θέλω να νικήσω
αφού δεν μπορώ να νικηθώ»

Ο  Θεοφιλογιαννάκος, ο αρχιβασανιστής στο Μπογιάτι, επί τρία χρόνια τρυπούσε με καυτές βελόνες την ουρήθρα του Παναγούλη για να εισπράξει στο τέλος εκείνο το αμίμητο από τον βασανιζόμενο του: «Ρε, παπαδοπουλάκι», του είπε μια μέρα όπως τον είδε να πλησιάζει κρατώντας την καυτή βελόνα, «δεν κουράστηκες να παίζεις με το πουλί μου; Τόσο αχόρταγος πούστης είσαι;».
«Κέρδιζα μια ζωή
Ένα εισιτήριο για το θάνατο
Και ταξιδεύω ακόμη
Κάποιες στιγμές
νόμισα πως έφτανα
στου ταξιδιού το τέλος.
Μα έκανα λάθος.
Εκπλήξεις ήταν μόνο
της διαδρομής».

Ο Παναγούλης μια ερωτική μέρα μοιρασμένη ανάμεσα στην ανεμελιά και την Οριάνα του, σχεδόν προφητικά της λέει: «Θα πεθάνω κι εσύ θα γράψεις ένα βιβλίο για μένα».
«Αλέκο, είσαι τρελός!», απαντάει η Φαλάτσι σκασμένη στα γέλια: «Κι αν πέθαινα εγώ πριν από σένα ή μαζί με σένα;».
«Όχι, όχι», ανταπαντά: «Δεν θα πεθάνεις ούτε πριν από μένα, ούτε μαζί με μένα… Διότι πρέπει να διηγηθείς την ιστορία».
«Μη κλαις για μένα
ας ξέρεις πως πεθαίνω
να με βοηθήσεις δε μπορείς
Μα δες εκείνο το λουλούδι
για κείνο που μαραίνεται σου λέω.
Να το ποτίσεις».
 
Αντί επιλόγου, όπως δημοσιεύθηκε στην Φιλολογική Βραδυνή, στις 13-4-2004:

 

«Το βιβλίο του πια το βρίσκεις σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία. Μήτε μια έκδοση από το Υπουργείο Παιδείας ή το Υπουργείο Πολιτισμού – έστω από την Βουλή των Ελλήνων ή την Προεδρία της Δημοκρατίας. Μήτε μια φωτογραφία του στα στρατόπεδα – κι ας είναι αυτός που, μαζί με τον χαμένο αδελφό του και μερικούς άλλους, έσωσαν την τιμή του ελληνικού στρατού. Ο αναγνώστης απορεί – μα γιατί τούτες οι παραλήψεις;
Μην ξεγελιέσαι – δεν είναι παραλήψεις: ο Παναγούλης ενοχλεί – ως μνήμη, ως ανθρώπινο σήμα, ως πολιτικό αίτημα, ως τραγικό άλμα.
Ναι, ο Παναγούλης ενοχλεί και θα ενοχλεί για πάντα τους Μεγάλους Αδελφούς, τους Μεγάλους Βασιλιάδες, τους Μεγάλους Αρχηγούς κι όλους τους ρουφιάνους τους, όσους λογαριάζουν τους ανθρώπους για υπηκόους, για σκλάβους, για υποτελείς, για καύσιμο της Ιστορίας.
Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί τα αρχίδια του έφταναν ως τον αστράγαλο, γιατί δεν σκεπάζεται από τα ψέματά τους, τις φενάκες τους, τους οπορτουνισμούς τους, τις δημαγωγίες τους, τις Νέες Εποχές τους, ενοχλεί γιατί δεν λογάριαζε μήτε το Μπογιάτι, μήτε το Κολοσσαίο, μήτε το Γκουαντανάμο, μήτε τις νυχτερινές περιπόλους των φιλήσυχων πολιτών, μήτε καν το διάλειμμα για τις διαφημίσεις.
Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν ήταν ελέγξιμος, διαπραγματεύσιμος, συζητήσιμος, λελογισμένος, προβλεπόμενος, ανταλλάξιμος, ενοχλεί γιατί δεν φοβότανε τίποτε και κανέναν, μήτε τα φλογοβόλα, μήτε τους παπάδες, μήτε τον διαλεκτικό ιστορισμό, γιατί ζωντάνευε τους τοίχους του τάφου του μοναχός του, κι όταν οι βασανιστές του βάζαν πυρωμένες βελόνες στην ουρήθρα εκείνος γελούσε και τους έφτυνε.
Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί, να οριοθετηθεί, να γίνει ηρωικό παρελθόν, γλυκιά συναίνεση, Κυριακή Προσευχή, Σύμβολο της Πίστεως, γιατί δεν σταματιέται με τίποτε και με κανέναν, παράφορο αίμα μέσα στις φλέβες, χαλάει την σύμπνοια των ιδεών, χουγιάζει τους χωροφύλακες, ακυρώνει τα πολυβόλα των τυράννων.

 

Ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν αποσύρεται, δεν γίνεται πεπρωμένο, άγαλμα, διαφημιστική αφίσα, σύνθημα της ένδοξης πλειοψηφίας, πακέτο προς διανομή’ ο Παναγούλης ενοχλεί γιατί δεν τελειώνει – γιατί παραμένει λαχάνιασμα, πυρωμένη ματιά, μοναχική αποκοτιά, ερωτικός σπασμός και πιρουέτα θανάτου.
Εξάλλου, λένε, η παλιά μάχη τέλειωσε. Πλέον κανένας μεγάλος βασιλιάς δεν έχει προηγούμενα με κανέναν. Τώρα πια ζούμε τον καιρό της ειρήνης – έτσι λένε.
Γι αυτό, λοιπόν: ξεχάστε τον Παναγούλη κι ανοίξτε την τηλεόραση. Θα σας δείξουμε ημέρες λελογισμένα ηλιόλουστες, όσες και όσο χρειάζεται για να μην διαμαρτυρηθεί κανένας για τη βαρυχειμωνιά, σφυγμομετρημένους ψεύτες, εμπόρους του προσώπου τους, φτηνούς δημαγωγούς, χαμογελαστούς φασίστες που θα σας εξηγήσουν την αναγκαιότητα της Χιροσίμα, οργανικούς διανοούμενους που θα τάξουν άφθονη Ιστορία για όποιον συμφωνεί – γενικότερα: ομορφιές, ρόδινα ακρογιάλια, δωμάτια με θέα, καουμπόιδες που καθαρίζουν τους κακούς, χαρούμενες γιορτές των χορτάτων, χάρτινο ουρανό και χάρτινη θάλασσα, υποκατάστατα ψωμιού και υποκατάστατα αγάπης, καλούς Θεούς που αγαπούν τα υπάκουα παιδιά, κακούς διαβόλους για να κρατούν τα γκέμια, και πολλούς πολλούς εφιάλτες για να γεμίσουν την χαρούμενη μοναξιά σας.
Μα κάπου στα βάθη της νυχτερινής απελπισίας, μέσα στην αφόρητη ερημία ενός πλήθους που έμαθε να πλαγιάζει με μικρές υπογλώσσιες δόσεις «προσαρμοσμένης λογικής» (όπου οι πλούσιοι ζούνε και οι φτωχοί πεθαίνουν), μέσα στα σπίτια με τα ενισχυμένα κουφώματα, τα διπλά τζάμια, τις τριπλές κλειδαριές, τα τετραπλά τηλεκοντρόλ, ένας παλιός σπασμός λογχίζει τον νου μας, βάνει φωτιά στα δήθεν όνειρά μας, καταστρέφει τη νύχτα μας. Οι πεινασμένοι, οι βασανισμένοι, οι εξόριστοι, οι μετανάστες, οι απόκληροι και καταφρονεμένοι του πάντοτε θαυμαστού καινούριου κόσμου στέκουν εκεί έξω και περιμένουν. Όσοι πηγαίνουν στο παράθυρο, κάποτε βλέπουν τους θαμπούς ίσκιους τους. Και κάποιος, χρόνια πεθαμένος, χνωτίζει το τζάμι:
 
 
 
 
Εμπρός και πάλι
για ένα καινούριο ξεκίνημα
από τον ίδιο Δρόμο
για τον ίδιο Σκοπό.»
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου