Του Παναγιώτη Σωτήρη
Η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μελετηθεί πολύ προσεκτικά. Ως
η πρώτη αναμέτρηση ενός μη-σοσιαλδημοκρατικού αριστερού κόμματος με την
άσκηση κυβερνητικής εξουσίας, αποτελεί μια μελέτη περίπτωσης των
στρατηγικών ελλειμμάτων και των ορίων της φιλοευρωπαϊκής αριστεράς καθώς
και της αδυναμίας της να αντισταθεί στις πιέσεις και τους εκβιασμούς
του κεφαλαίου και των διεθνών καπιταλιστικών θεσμών.
Η αφετηρία είναι πολύ απλή: η Ελλάδα δεν ήταν καταδικασμένη να δει μια
ολόκληρη σειρά αγώνων και συλλογικών διεκδικήσεων να καταλήγουν στην
ήττα και την απελπισία καθώς μια κυβέρνηση, υπό την ηγεσία ενός
υποτίθεται αριστερού κόμματος, εφαρμόζει τις ίδιες επιθετικές
νεοφιλελεύθερες πολιτικές που υπαγορεύονται από την Τρόικα. Αντίθετα, η
Ελλάδα εξακολουθεί να προσφέρει ένα τρόπο αναστοχασμού μιας πιθανής
ανανέωσης της στρατηγικής της αριστεράς υπό την προϋπόθεση ότι θα
επιχειρήσουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο της ρήξης.
Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει, πάνω απ 'όλα, να σκεφτούμε την
έκταση και το βάθος των πολιτικών και ιδεολογικών μετασχηματισμών στην
Ελλάδα της μνημονιακής περιόδου. Πρώτον, η ελληνική κρίση δεν ήταν απλώς
μια τοπική εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ήταν στην
πραγματικότητα ο συνδυασμός της παγκόσμιας κρίσης, της κρίσης της
νομισματικής, οικονομικής και θεσμικής αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης και
της κρίσης του ελληνικού «αναπτυξιακού παραδείγματος» που βασίστηκε σε
φθηνές πιστώσεις, χρηματοδότηση από την ΕΕ, τον τουρισμό και άχρηστα
φαραωνικά δημόσια έργα, όπως οι αθλητικές εγκαταστάσεις της Ολυμπιάδας
του 2004. Ως εκ τούτου, έφερε στο προσκήνιο όλες τις αντιφάσεις τόσο της
ελληνικής κοινωνίας όσο και της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» κάνοντας
φανερό ότι δεν υπάρχει γυρισμός.
Για τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις και το ελληνικό κεφάλαιο, αλλά και
για τις κυρίαρχες δυνάμεις στο εσωτερικό της ΕΕ, η κρίση αυτή φάνηκε ως
ευκαιρία για «αλλαγή παραδείγματος» στην ελληνική κοινωνία και ως ένας
τρόπος για να απαλλαγούν από όλους τους συμβιβασμούς που είχαν γίνει στο
παρελθόν προς όφελος των κατώτερων τάξεων. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια
οδήγησε σε μια σειρά εκδηλώσεων διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης χωρίς
προηγούμενο στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα κατά την περίοδο
2010-12 αλλά και αργότερα, που εξελίχθηκαν σε μεγάλες μάχες, όπως ο
αγώνας για τη δημόσια τηλεόραση (ΕΡΤ) και φυσικά το δημοψήφισμα της 5ης
Ιουλίου και η τεράστια πλειοψηφία υπέρ του ΟΧΙ. Αυτοί οι αγώνες δεν ήταν
απλώς μια έκφραση θυμού και διαμαρτυρίας. Υπήρξαν επίσης ο καταλύτης
για μια ευρύτερη διαδικασία σύγκλισης μεταξύ διαφορετικών τμημάτων των
λαϊκών τάξεων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στο Κίνημα των Πλατειών του
2011 που έφερε κοντά στρώματα της εργατικής τάξης, τη νεολαία,
παραδοσιακά και νεότερα μικροαστικά στρώματα, διανοούμενους κ.λπ. Αν το
θέταμε με Γκραμσιανούς όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήμασταν μάρτυρες
της εμφάνισης ενός νέου δυνητικού «ιστορικού μπλοκ» των δυνάμεων της
εργασίας, του πολιτισμού και της διανόησης. Επιπλέον, αυτή η διαδικασία
αιφνίδιας κοινωνικής αλλαγής και μαζικής συμμετοχής σε μια σχεδόν
εξεγερσιακή αλληλουχία αγώνων είχε επίσης μια ιδεολογικά «καθαρτική»
πλευρά υπό την έννοια της ριζοσπαστικοποίησης και της αναζήτησης
ριζοσπαστικών εναλλακτικών λύσεων. Ο λαός ήταν πρόθυμος να επανεξετάσει ό
,τι θεωρούσε δεδομένο και να αμφισβητήσει όλα τα βασικά δόγματα του
κυρίαρχου λόγου, από τον νεοφιλελευθερισμό έως την πρόσδεση της Ελλάδας
στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Είναι προφανές ότι αυτή η συγκεκριμένη συγκυρία απαιτούσε μια βαθιά
αναθεώρηση της στρατηγικής της αριστεράς. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία
του 1970 οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς αντιμετώπιζαν την
προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας και γενικά της πολιτικής εξουσίας
και ηγεμονίας μετά από μια μακρά περίοδο κατά την οποία η ριζοσπαστική
αριστερά σκέφτονταν μόνο τρόπους αντίστασης και κινηματικής δράσης και
όχι ζητήματα εξουσίας. Όμως, η αναμέτρηση με τέτοια ζητήματα απαιτεί να
ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για την σοσιαλιστική στρατηγική και για τον
τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να συνδυαστούν άμεσα τα αναγκαία μέτρα για
τον τερματισμό της κοινωνικής καταστροφής με τον βαθύ κοινωνικό και
πολιτικό μετασχηματισμό.
Επιπλέον, το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας άνοιξε και το ζήτημα της
γενικής κατεύθυνσης. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ελληνική κρίση ήταν εκτός
των άλλων η κρίση της «μεγάλης στρατηγικής» της ελληνικής αστικής τάξης,
δηλαδή της συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρύτερη διαδικασία της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ιδίως της Ευρωζώνης. Η συμμετοχή στην ΕΕ και
την Ευρωζώνη είχε ήδη εκθέσει την ελληνική οικονομία σε ανταγωνιστικές
πιέσεις που οδήγησαν στη διάβρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Ταυτόχρονα, αυτό αποτελούσε στρατηγική θέση της ελληνικής αστικής τάξης
στην προσπάθειά της να προωθήσει την καπιταλιστική αναδιάρθρωση και να
μεταβάλλει την ισορροπία δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι
δεν υπήρχε άλλος τρόπος για μια προοδευτική και δημοκρατική λύση στην
ελληνική κρίση, εκτός από την αναγκαία ρήξη με την Ευρωζώνη και τον
νεοφιλελευθερισμό που είναι ενσωματωμένος στην ΕΕ και στις συνθήκες της.
Αυτό έχει να κάνει επίσης και με το ζήτημα της δημοκρατίας. Η θεσμική
δομή της ΕΕ με το θεσμικά εμπεδωμένο νεοφιλελευθερισμό, την αδιαφορία
για τις δημοκρατικές διαδικασίες και την έλλειψη εμπιστοσύνης στην λαϊκή
βούληση, και συνολικά η λογική της μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και της
μεταβίβασης της εξουσίας στη μη εκλεγμένη γραφειοκρατία της ΕΕ, η οποία
είναι απομονωμένη από τα κινήματα και τις συλλογικές διεκδικήσεις των
κατώτερων τάξεων, σημαίνουν ότι η ανάκτηση της δημοκρατίας σήμερα
συνεπάγεται την ανάκτηση της κυριαρχίας και την σύγκρουση με την
Ευρωζώνη και την ΕΕ. Όσο για το Ευρώ, τώρα είναι πιο φανερό από ποτέ ότι
δεν είναι απλώς ένα νόμισμα: είναι μια ταξική στρατηγική του
διεθνοποιημένου κεφαλαίου και των κυρίαρχων δυνάμεων στο εσωτερικό της
ΕΕ. Και τα πράγματα μπορούν μόνο να χειροτερέψουν με την περαιτέρω
εφαρμογή της λογικής της «Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης», δηλαδή
της λογικής της εποπτείας των εθνικών προϋπολογισμών από την ΕΕ, της
εφαρμογής του αυτόματου «κόφτη» και της τιμωρίας των ελλειμμάτων του
προϋπολογισμού. Υπό αυτή την έννοια, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα με
τα μνημόνια ως ακραία μορφή πειθαρχικής και αυταρχικής επιτήρησης της
ελληνικής οικονομίας δεν είναι η εξαίρεση αλλά μάλλον μια προεπισκόπηση
της «νέας κανονικότητας» στην Ευρώπη, της πλήρους εξέλιξης της λογικής
της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, είναι προφανές ότι ήταν πια καιρός η
ριζοσπαστική αριστερά να απαλλαγεί από τον αριστερό ευρωπαϊσμό που από
πολλές απόψεις την οδηγούσε σε αδυναμία να σκεφτεί πραγματικά
ριζοσπαστικές πολιτικές. Η ατέλειωτη επανάληψη της ανάγκης «να αλλάξουμε
την Ευρώπη από μέσα» και των φαντασιώσεων για «ένα άλλο Ευρώ και μια
άλλη ΕΚΤ», ενώ στην πραγματικότητα όλα δείχνουν προς την αντίθετη
κατεύθυνση, υπήρξε η «βασιλική οδός» για την πλήρη ενσωμάτωση της
αριστεράς στην κυρίαρχη λογική του κεφαλαίου. Ο αριστερός ευρωπαϊσμός
είναι η συμπύκνωση και ταυτόχρονα ο καταλύτης για τη στρατηγική κρίση
της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας είναι επίσης και το ζήτημα του κράτους.
Το καπιταλιστικό κράτος δεν είναι ένας ταξικά ουδέτερος θεσμός ούτε ένα
όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά βούληση. Το καπιταλιστικό
κράτος είναι η υλική συμπύκνωση των ταξικών στρατηγικών και της
καπιταλιστικής ηγεμονίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
εύκολα από τις κατώτερες τάξεις. Επιπλέον, η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη
στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και των επιταγών της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι εγγεγραμμένη στην ίδια την πρώτη ύλη των
θεσμικών του ρυθμίσεων. Το ζήτημα του κράτους φέρνει σε πρώτο πλάνο και
το ερώτημα του πώς θα αντιμετωπιστεί η ολοένα και πιο αυταρχική και
αντιδημοκρατική λογική που εγγράφεται τόσο στο νεοφιλελεύθερο κράτος,
όσο και στη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Αυτό σημαίνει
ότι κάθε φορά που η ριζοσπαστική αριστερά έρχεται αντιμέτωπη με το
ζήτημα της εξουσίας, δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην κυβερνητική
εξουσία και από τα ισχύοντα όρια της νεοφιλελεύθερης «νομιμότητας», αλλά
θα πρέπει επίσης να στηριχτεί στην δύναμη των αυτόνομων κοινωνικών
κινημάτων και των διεκδικήσεών τους καθώς και στις μορφές εξουσίας από
τα κάτω. Σε διαφορετική περίπτωση, θα ηττηθεί και θα αναγκαστεί να
συνθηκολογήσει.
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι υπάρχουν δύο σημαντικές αναγκαιότητες σε
κάθε απόπειρα ενασχόλησης με το ζήτημα της ριζοσπαστικής αριστερής
διακυβέρνησης:(α) να εκτιμήσουμε εκ νέου το πρόγραμμα μετάβασης, τόσο με
την έννοια των αναγκαίων ρήξεων με την Ευρωζώνη, την ΕΕ και το
μηχανισμό του χρέους, αλλά και με την έννοια μιας διαδικασίας ριζικού
κοινωνικού μετασχηματισμού σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση, και (β) να
εκτιμήσουμε εκ νέου την πολιτική εξουσία με τη μορφή μιας σύγχρονη
εκδοχής της στρατηγικής της «δυαδικής εξουσίας» που θα μπορούσε να
συνδυάσει την κυβερνητική εξουσία με ισχυρές αυτόνομα κινήματα «από τα
κάτω».
Ωστόσο, παρά τις αναγκαιότητες αυτές, οι οποίες ήταν ολοφάνερες από την
αρχή, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τον αντίθετο δρόμο. Από τη μία πλευρά,
όσον αφορά τη γενική πολιτική κατεύθυνση, αντί για μια στρατηγική
ρήξεων και προετοιμασίας για την έξοδο από την Ευρωζώνη και την
διεκδίκηση της νομισματικής κυριαρχίας, η ηγεσία επιδίωξε μια
επαναδιαπραγμάτευση εντός του περιγράμματος της κυρίαρχης στρατηγικής
της ΕΕ και της λογικής των μνημονίων, αποσκοπώντας, στην καλύτερη
περίπτωση, σε μια «λιτότητα με ανθρώπινο πρόσωπο», όπως ήταν ήδη φανερό
από τους δειλούς στόχους του «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης» του 2014.
Επιπλέον, απέκλεισε από την αρχή οποιαδήποτε σκέψη ρήξης με την Ευρωζώνη
και έβαλε ως στόχο να «πείσει» τους πιστωτές για κάποια χαλάρωση της
λιτότητας και κάποια μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους. Αντιμέτωπη με τον
ανοιχτό εκβιασμό της Τρόικας ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, άρχισε να κάνει παραχωρήσεις,
όπως η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου του 2015 και άνοιξε το δρόμο για
την πλήρη παράδοση και συνθηκολόγηση του Ιουλίου του 2015, παρά την
τεράστια περιφρόνηση που επέδειξαν οι κατώτερες τάξεις στο δημοψήφισμα
της 5ης Ιουλίου. Βήμα προς βήμα, αποδέχθηκε τη λογική της λιτότητας, των
ιδιωτικοποιήσεων και της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος,
υπαναχώρησε σε ζητήματα όπως η εκπαιδευτική πολιτική και απέφυγε την
κατάργηση των μεταρρυθμίσεων που είχαν ήδη γίνει στα εργασιακά.
Επιπλέον, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε τον ανοιχτό εκβιασμό της
ΕΕ και της ΕΚΤ, πριν και μετά το δημοψήφισμα, την στιγμή που η άμεση
έξοδος από την Ευρωζώνη ήταν πράγματι όχι μόνο επείγουσα αλλά και
πολιτικά δυνατή μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η ηγετική ομάδα
του ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε στρατηγική ρήξης
είναι αδύνατη και επικίνδυνη. Ως εκ τούτου, επέλεξε την πλήρη
συνθηκολόγηση στις απαιτήσεις της Τρόικας και δέχθηκε ένα ακόμη πιο
επιθετικό τρίτο Μνημόνιο. Το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης μετατροπή του
ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα υπέρ της λιτότητας, των μνημονίων και της ΕΕ, το
οποίο εφαρμόζει επιθετικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές όπως υπαγορεύονται
από την τρόικα. Οι προτάσεις για μια νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση του
εργατικού δικαίου, η συνεχής επιθετική δημοσιονομική λιτότητα, οι
τεχνοκρατικές προτάσεις για μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, η επιτάχυνση
των ιδιωτικοποιήσεων, η διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης και της
δημόσιας υγείας το πιστοποιούν. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την κυνική
αποδοχή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, όπου η ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε
πλήρως στις πιέσεις για την εφαρμογή αυταρχικών αντι-προσφυγικών μέτρων
(αναγκαστικές απελάσεις, κέντρα κράτησης, κλπ) σε αντάλλαγμα μιας
αόριστης υπόσχεσης για κάποια ελάχιστη χαλάρωση της λιτότητας.
Όσον αφορά τη λειτουργία του κράτους, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε στην
ίδια κατεύθυνση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Από την προσφυγή στην
αστυνομική βία εναντίον διαδηλωτών ως την αποφυγή ουσιαστικών αλλαγών
στην λειτουργία της δικαιοσύνης ή της δημόσιας διοίκησης, δεν υπάρχουν
ενδείξεις κάποιας διαφορετικής πρακτικής. Και η αποδοχή της λογικής της
«Ευρώπης-φρούρειο» σε σχέση με την προσφυγική κρίση σηματοδοτεί μια
αυταρχική στροφή. Ταυτόχρονα, οι δηλώσεις για την «καταπολέμηση της
διαφθοράς» δεν έχουν οδηγήσει σε κάποια σοβαρή αντιπαράθεση με το μεγάλο
κεφάλαιο, αλλά μόνο σε μια νέα διευθέτηση των σχέσεων με τις μεγάλες
επιχειρήσεις και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Υπό αυτή την έννοια, υπάρχει
μικρή διαφορά μεταξύ της πρακτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και των
προηγούμενων κυβερνήσεων, η οποία συμβαδίζει με μια ευρύτερη τάση, που
υποσκάπτει την εθνική κυριαρχία και τη λήψη αποφάσεων λόγω της στενής
επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας και της νομοθετικής διαδικασίας από
την ΕΕ, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ.
Το να παρακολουθούμε απλώς την συνθηκολόγηση, την παράδοση και την
νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκεί. Είναι σημαντικό να
αντλήσουμε και ορισμένα διδάγματα για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής
αριστεράς στην Ευρώπη. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεκινήσουμε από
κάποιες παρανοήσεις της ελληνικής κατάστασης.
Πρώτα απ 'όλα είναι προφανές ότι δεν υπάρχει τίποτα προοδευτικό στην
κατεύθυνση και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ως εκ τούτου, το να την αντιμετωπίζει κανείς ως παράδειγμα προοδευτικής
διακυβέρνησης, όπως επιμένει να κάνει η ηγεσία του Κόμματος της
Ευρωπαϊκής Αριστεράς μαζί με τις ηγεσίες πολλών αριστερών κομμάτων στην
Ευρώπη, οδηγεί μόνο σε σύγχυση και στην ταύτιση της Αριστεράς με τις
νεοφιλελεύθερες αυταρχικές πολιτικές. Οι αυξανόμενοι δεσμοί μεταξύ του
ΣΥΡΙΖΑ και του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και γενικότερα η
στροφή του προς ανοιχτά νεοφιλελεύθερες «σοσιαλδημοκρατικές» κυβερνήσεις
και κόμματα το πιστοποιούν.
Δεύτερον, θα ήταν εξίσου λάθος να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η
συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί απόδειξη ότι είναι αδύνατο να υπάρξει
μια ριζοσπαστική μορφή διακυβέρνησης σε μια χώρα όπως η Ελλάδα ή ότι
οποιαδήποτε απόπειρα προς την κυβερνητική εξουσία θα οδηγήσει στην ήττα
και την παράδοση λόγω της έλλειψης «επαναστατικής κατάστασης». Πρόκειται
για μια κλασική αριστερίστικη θέση, την οποία υποστήριξαν στην Ελλάδα
τόσο το κομμουνιστικό κόμμα όσο και τμήματα της αντικαπιταλιστικής
Αριστεράς. Στην πραγματικότητα είναι μια πολύ συντηρητική θέση διότι
αγνοεί το βάθος της πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα και την εκρηκτική
δυναμική των κοινωνικών κινημάτων που ζητούν ριζικές αλλαγές. Πέραν
τούτου, εξαρτώντας τη δυνατότητα αλλαγής από μία ιδανική επαναστατική
συνθήκη και ένα ιδανικό επαναστατικό κόμμα είναι σαν να αναζητούν μια
δικαιολογία για να μην λάβουν υπόψη τη δυναμική της συγκυρίας.
Συνεπώς, θα ήταν λάθος να πούμε ότι η μόνη πιθανή έκβαση της δυναμικής
της ελληνικής κατάστασης ήταν σαν αυτή που είδαμε να εκτυλίσσεται στην
Ελλάδα ή ότι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μόνος πιθανός ιστορικός
ορίζοντας.
Ωστόσο, η όποια δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε πραγματικά το ζήτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας έχει ορισμένες προϋποθέσεις.
Πρώτα απ 'όλα είναι απαραίτητο να επανεξετάσουμε τη διαλεκτική σχέση
μεταξύ πολιτικού κινήματος και κοινωνικών κινημάτων. Αν θέλουμε να
αποφύγουμε να σκεφτόμαστε μόνο με όρους εκλογικών αναμετρήσεων -δηλαδή
με όρους εκλογικής αντιπροσώπευσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας- πρέπει
να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα ισχυρό κίνημα με διευρυμένες μορφές
αυτοργάνωσης, αλληλεγγύης, αυτοδιαχείρισης και συντονισμού από τα κάτω
είναι απολύτως απαραίτητο. Πρόσφατες μορφές διαμαρτυρίας, από τους
Ισπανούς Αγανακτισμένους και το ελληνικό Κίνημα των Πλατειών ως το πιο
πρόσφατο «Nuit Debut» στη Γαλλία, προσφέρουν τέτοια παραδείγματα,
τέτοιους πειραματισμούς με μορφές εξουσίας και δημοκρατίας από τα κάτω.
Το ίδιο ισχύει και για τις νέες μορφές συντονισμού και δημοκρατίας από
τα κάτω που αναδύονται από τα κινήματα, αλλά και τις νέες αρχές στην
πολιτική διαβούλευση και την λήψη αποφάσεων, όπως η ισηγορία και η
προσπάθεια να βρεθούν νέες συνθέσεις. Ακόμη, οι νέες μορφές κινηματικών
πρακτικών αλληλεγγύης πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο ως εκφράσεις του
αιτήματος να απαλλαγούμε από εμπορευματοποιημένες και εκμεταλλευτικές
κοινωνικές σχέσεις, αλλά και ως πεδία εκμάθησης νέων μορφών κοινωνικής
οργάνωσης.
Δεύτερον, χρειαζόμαστε πολιτικά μέτωπα που δραστηριοποιούνται πέρα από
το μοντέλο της παραδοσιακής εκλογικής διαδικασίας. Αντί αυτού του
μοντέλου, χρειαζόμαστε μια νέα «συντακτική διαδικασία» για την
επανίδρυση της αριστεράς, σημεία συνάντησης διαφορετικών εμπειριών,
μορφών στράτευσης, ευαισθησιών, αγωνιστικών παραδόσεων, εργαστηρίων νέων
προγραμμάτων, νέων εναλλακτικών και νέων μορφών μαζικής πολιτικής
διανοητικότητας. Όλα αυτά απαιτούν ρήξη με τον παραδοσιακό
κοινοβουλευτικό και γραφειοκρατικό τρόπο σκέψης, νέα πρακτική της
πολιτικής και απομάκρυνση από τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής
εκστρατείας και πολιτικής επικοινωνίας.
Τρίτον, πρέπει να επανεξετάσουμε το μεταβατικό πρόγραμμα ως μια
στρατηγική επανάκτησης της κυριαρχίας και του δημοκρατικού ελέγχου
απέναντι στην Ευρωζώνη, την ΕΕ και γενικότερα την συστημική βία του
διεθνοποιημένου κεφαλαίου, και ταυτόχρονα ως την έναρξη μιας διαδικασίας
ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, βασισμένη στην δημόσια ιδιοκτησία,
την αυτοδιαχείριση και τον δημοκρατικό και συμμετοχικό σχεδιασμό, ως μια
διαδικασία πειραματισμού, βασισμένη στην συλλογική επινοητικότητα ενός
αγωνιζόμενου λαού, σε ριζοσπαστικό και σοσιαλιστικό ορίζοντα. Η Έξοδος
από το ευρώ και την ΕΕ δεν θα πρέπει να θεωρείται απλώς ένα βήμα προς
μια πιο ευνοϊκή μακροοικονομική κατάσταση: οι διάχυτες επιπτώσεις της
Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και τα καταστροφικά αποτελέσματα τους για την
παραγωγική βάση της κοινωνίας καθιστούν τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό
αναγκαιότητα και όχι πολυτέλεια, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό
ρεφορμισμό και οικονομισμό της Αριστεράς. Υπό αυτή την έννοια, είναι
επίσης επιτακτική ανάγκη να επανεξετάσουμε το σοσιαλισμό πέρα από την
σοσιαλδημοκρατία αλλά και πέρα από τον γραφειοκρατικό κρατικό
σοσιαλισμό, δηλαδή να τον επανεξετάσουμε ως μια διαδικασία μετάβασης,
γεμάτη συγκρούσεις και αγώνες προκειμένου να επεκταθούν τα «ίχνη του
κομμουνισμού», που ήδη εμφανίζονται στις συλλογικές προσδοκίες και στην
απαίτηση για μια κοινωνική οργάνωση απελευθερωμένη από την εξουσία του
κεφαλαίου.
Τέταρτον, πρέπει να ξεπεράσουμε την ιδέα ότι το κράτος είναι ένα
ουδέτερο όργανο. Τα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα στο πλαίσιο
διαδικασιών ολοκλήρωσης όπως η ΕΕ που βασίζονται σε παραχώρηση πτυχών
της κυριαρχίας τους, φέρουν τα σημάδια των πιο επιθετικών
νεοφιλελεύθερων στρατηγικών. Μια νέα μορφή ριζοσπαστικής αριστερής
διακυβέρνησης πρέπει να αρχίσει με βαθιούς μετασχηματισμούς του κράτους,
υπό την έννοια της συντακτικής διαδικασίας, προκειμένου να
διευκολυνθούν νέες μορφές δημοκρατίας, εργατικός έλεγχος και περιορισμοί
στις δραστηριότητες του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να βασίζεται
στην δύναμη των αυτόνομων κινημάτων που πρέπει να είναι ανεξάρτητα από
το κράτος και να πιέζουν διαρκώς για ριζικές αλλαγές. Σε αντίθετη
περίπτωση, η νεοφιλελεύθερη και καπιταλιστική λογική -ήδη εγγεγραμμένη
στην πρώτη ύλη από την οποία έχει φτιαχτεί το κράτος- και τα θεσμικά
δίκτυα και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό του θα
υπερισχύσουν.
Συμπερασματικά, το βασικό δίδαγμα που πρέπει να αντλήσουμε από την
ελληνική εμπειρία είναι ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου η
κοινωνική και πολιτική κρίση και η εμφάνιση των μεγάλων κινημάτων μπορεί
πράγματι να ανοίξει το δρόμο για τη ριζική κοινωνική και πολιτική
αλλαγή. Αυτό απαιτεί μια εκ νέου συνάντηση των ριζοσπαστικών αριστερών
δυνάμεων, των κοινωνικών κινημάτων και της ριζοσπαστικής θεωρίας,
προκειμένου να δρομολογηθεί η διαδικασία επανίδρυσης, και όχι απλώς
συσπείρωσης της αριστεράς.
Μετάφραση κειμένου από την αγγλική γλώσσα: Γεωργία Βαλωμένου για το ΕΔΕΚΟΠ
Επιμέλεια μετάφρασης: Παναγιώτης Σωτήρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου