Γράφει ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ .
Τα γεράκια φόβισαν τα περιστέρια κι αυτά άνοιξαν τα φτερά φοβισμένα. Η
φωτογραφία είναι από τη χτεσινή εκδρομή στα αρχαία λατομεία με τμήμα της
Γ΄ Γυμνασίου Παροικιάς. Βρήκαμε κρόκους φθινοπωρινούς, νάρκισσους
φθινοπωρινούς και κυκλάμινα, και πολλά παιδιά είπαν ότι δεν τα ξέρουν,
σαν να μη ζουν στην Πάρο, στη φύση, αλλά στις πρωτεύουσες.
Τα πουλιά άνοιξαν τα φτερά και μου έφεραν στη μνήμη το συγκινητικό ποίημα μιας μικρής που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ταχυ-δρόμος» της εποχής εκείνης (1964).
«Τι λέει το ποίημα, γιατί είναι η κοπέλα λυπημένη;» ρωτώ τα παιδιά όταν τυχαίνει να βρίσκομαι σε τάξη και να μιλώ για την ποίηση (Θυμίζω ότι έχω αποσυρθεί εδώ και 8 χρόνια, αλλά περνώ πότε-πότε απ’ τα σχολεία). Δεν απαντούν οι μικροί, δεν θέλουν ή δεν φτάνουν στη θλίψη ενός χωρισμού που βίωσε η 17χρονη. «Το όνειρο που κρατούσες κάηκε πριν προφτάσει να μας αγγίξει». Έχουμε να κάνουμε με ποίηση και δεν είναι ανάγκη να είσαι μέγας για να γράψεις ανεξίτηλους στίχους. Εκεί το χάνουμε το παιχνίδι. Γιατί μιλώντας διαρκώς για τους μεγάλους αγνοούμε τους μικρούς που θα γίνουν αξιότεροι ίσως. Να στραφούμε στα έργα των παιδιών, αυτό σημαίνει μαθητοκεντρική εκπαίδευση.
Στην εκδρομή πήγαμε για τα αρχαία λατομεία, αλλά θα άξιζε να κοιτάξει κανείς τα περιστέρια ν΄ανοίγουν τα φτερά τους και τα γεράκια πάνω με ανοιχτά επίσης φτερά να πλέουν αργά στον αέρα με σιγουριά κατακτητή. Ποιες λέξεις μπορεί να μεταδώσουν αυτές τις εικόνες; Να ανοίξουμε τα φτερά μας να τις ψάξουμε, όχι για να φύγουμε από φόβο, ούτε για να τα βάλουμε με τα περιστέρια, αλλά για να προφτάσει να μας αγγίξει το όνειρο, πριν εξατμιστεί στη λιακάδα του Νοεμβρίου.
Τα πουλιά άνοιξαν τα φτερά και μου έφεραν στη μνήμη το συγκινητικό ποίημα μιας μικρής που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ταχυ-δρόμος» της εποχής εκείνης (1964).
«Κανένα λουλούδι δεν απόμεινε να κρύψουμε τους εαυτούς μας μέσα
στα πέταλά του. Καμιά χρυσόμυγα, καμιά ηλιαχτίδα. Το όνειρο που
κρατούσες κάηκε πριν προφτάσει να μας αγγίξει. Η πηγή που πίναμε χτες
νερό πάγωσε κι αυτή μέσα στα μούσκλια ζύγωσαν τα πουλιά να ξεδιψάσουν,
τρόμαξαν απ’ την ασπράδα κι άνοιξαν τα φτερά».
Το θυμόμουν απέξω χρόνια
τώρα, τόσο μ’ εντυπωσίασε! Τι να έγινε η μικρή εκείνη άραγε μετά μισό
αιώνα; Τι γίνονται οι ταναντούχοι μαθητές και ποιος νοιάζεται; Αν
δημοσίευαν έργα παιδιών τα έντυπα της εποχής εκείνης, τώρα τα σχολεία
δεν τολμούν ν’ ανοιχτούν στον κόσμο, μένουν στάσιμα. Παράγουν όλο και
περισσότερο άγχος και στερεότυπα με τις εξετάσεις, πάλι εξετάσεις και
πάλι τα ίδια. «Τι λέει το ποίημα, γιατί είναι η κοπέλα λυπημένη;» ρωτώ τα παιδιά όταν τυχαίνει να βρίσκομαι σε τάξη και να μιλώ για την ποίηση (Θυμίζω ότι έχω αποσυρθεί εδώ και 8 χρόνια, αλλά περνώ πότε-πότε απ’ τα σχολεία). Δεν απαντούν οι μικροί, δεν θέλουν ή δεν φτάνουν στη θλίψη ενός χωρισμού που βίωσε η 17χρονη. «Το όνειρο που κρατούσες κάηκε πριν προφτάσει να μας αγγίξει». Έχουμε να κάνουμε με ποίηση και δεν είναι ανάγκη να είσαι μέγας για να γράψεις ανεξίτηλους στίχους. Εκεί το χάνουμε το παιχνίδι. Γιατί μιλώντας διαρκώς για τους μεγάλους αγνοούμε τους μικρούς που θα γίνουν αξιότεροι ίσως. Να στραφούμε στα έργα των παιδιών, αυτό σημαίνει μαθητοκεντρική εκπαίδευση.
Στην εκδρομή πήγαμε για τα αρχαία λατομεία, αλλά θα άξιζε να κοιτάξει κανείς τα περιστέρια ν΄ανοίγουν τα φτερά τους και τα γεράκια πάνω με ανοιχτά επίσης φτερά να πλέουν αργά στον αέρα με σιγουριά κατακτητή. Ποιες λέξεις μπορεί να μεταδώσουν αυτές τις εικόνες; Να ανοίξουμε τα φτερά μας να τις ψάξουμε, όχι για να φύγουμε από φόβο, ούτε για να τα βάλουμε με τα περιστέρια, αλλά για να προφτάσει να μας αγγίξει το όνειρο, πριν εξατμιστεί στη λιακάδα του Νοεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου